ΟΤΑΝ Ο ΔΑΙΜΟΝΑΣ ΣΤΗ ΦΥΛΑΚΗ ΚΑΒΑΛΗΣΕ ΤΟΝ ΜΙΚΗ

 
Τέσσερις λέξεις, να, αυτές 'δα: Κράτησα τη ζωή μου... Έτσι ξεκινάει το τραγούδι που έφτιαξε ο τεράστιος. Ο μεγιστοτεράστιος. Ο ουράνιος Μίκης Θεοδωράκης. Ο μουσικός, ξέχνα τον όποιον άλλον, πολιτικοποιημένο, στρατευμένο, οργανωμένο Θεοδώρακη. 
Ακούς τον τραγουδιστή να βγάζει τούτες τις τέσσερις λέξεις και δεν χρειάζεται να πας παρακάτω, κι αν πας σε οδηγεί η μουσική του Μίκη, χωρίς να την ακούς... Μουσικό ολοκλήρωμα σ' έχει αγκαλιάσει με τις τέσσερις μόνο λέξεις...
Δικτατορία στην Ελλάδα. Φυλακές Αβέρωφ, βράδυ παραμονή πρωτοχρονιάς. Απόμακρος, σιωπηλός ο τεράστιος, διαβάζει αχόρταγα ένα μάτσο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη (1900-1971) που του έφεραν στο επισκεπτήριο. Ο Λεωνίδας Κύρκος (1924-2011) κρατούμενος κι αυτός, γράφει στο βιβλίο του:
... Ο Μίκης διάβαζε και ξαναδιάβαζε ένα ποίημα, κι όταν είχαν σβήσει τα φώτα κι όλοι είχαν πάει για ύπνο, αυτός άναψε δυο κεριά στο πρεβάζι του παραθύρου, εκεί είχε απλώσει τα χαρτιά του, τις σημειώσεις του... Έγραφε, δεν σταματούσε να γράφει... Τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν αλλοιωθεί. Φανερό πως τον είχε καβαλήσει ο δαίμονας της δημιουργίας. Δεν τόλμησα να τον διακόψω. Άφωνος, μα και συγκινημένος, παρακολουθούσα αυτόν τον καλπασμό έμπνευσης και προσπαθούσα να φωτογραφήσω στη μνήμη κάθε στιγμή εκείνης της εξαίσιας στιγμής... Την άλλη μέρα ο Μίκης τραγουδούσε στους συγκρατουμένους το Κράτησα τη ζωή μου και τους δίδασκε πως να το λένε όλοι μαζί, σα χωρωδία... 
Κράτησα τη ζωή μου
Ταξιδεύοντας ανάμεσα σε κίτρινα δέντρα,
Κάτω απ' το πλάγιασμα της βροχής
Σε σιωπηλές πλαγιές φορτωμένες
Με τα φύλλα της οξιάς
Καμιά φωτιά
Στην κορυφή τους βραδιάζει.
Διαβαστε ακομα:

ΜΕ ΤΗ ΦΩΝΗ ΤΟΥ ΠΙΟ ΑΓΑΠΗΤΟΥ ΤΕΝΟΡΟΥ ΓΝΩΣΤΗ Η ΟΠΕΡΑ