ΝΑ ΚΑΝΟΥΜΕ ΛΟΥΛΟΥΔΟΥ ΤΟΝ ΒΑΡΝΑΛΗ
από τον στήβεν αβραμίδη
Το έργο του Μίκη Θεοδωράκη το λατρεύω. Το έχω σαν παρακαταθήκη μοναχικών βραδιών, σαν ύψιστο ποιοτικό γλέντι και μια κληρονομιά, που ακόμη έχει να παρουσιάσει η Ελλάδα. Είτε σαν αυτούσια μουσικά κομμάτια, είτε σαν θεματολογία, είτε σαν λαϊκοποίηση τεράστιων ποιητών, που δεν έγραψαν στίχους κατά παραγγελία. Αυτό το τελευταίο είναι και το κυριότερο, κι ας το αναφέρω μ’ αυτή τη σειρά. Μόνο με τη θεϊκή μουσική του Μίκη θα γινόταν λαϊκό κτήμα ένας Ελύτης, ένας Ρίτσος και τόσοι άλλοι.
Πρέπει, όμως, να κραυγάσω ΕΛΕΟΣ. Πρέπει να εκπέμψω σήμα SOS. Μας παραδόθηκε ένα έργο τέχνης μοναδικό, ένα χρυσόδετο ευαγγέλιο, μια Ακρόπολη. Θέλει κανόνες συντήρησης, διατήρησης και διαφύλαξης για να παραδοθεί, καλύτερα θα έλεγα να μεταλαμπαδευτεί στους νεότερους. Δεν τυλίγεται σε μια λαδόκολλα, ή σε μια μαύρη σακούλα σκουπιδιών, έστω ανακυκλώσιμη,επειδή θαρρούμε πως ο επόμενος κάτοχος αυτόματα θα καταλαβαίνει τα πάντα..
Δεν θα μπορούσα δηλαδή, ποτέ να πω στα παιδιά μου, πάρτε κι αυτά τα δισκάκια κι ακούστε τα, διότι είναι καλά. Έχει σημασία το ύφος της παράδοσης των βινυλίων, που τα προσέχω, όπως οι Κρητικοί τα όπλα τους. Αυτά τα βινύλια, που τα φέρνανε οι γονείς μου από το εξωτερικό παράνομα, τότε παλιά, με το φόβο του τελωνείου και των λοιπών συμπερασμάτων που βγάζει ο καθένας από τον χαφιεδισμό αυτού του κράτους. Που σε τίποτα, βέβαια, δεν έχει αλλάξει και σήμερα, αφού το κράτος είναι ο λαός. Κι ο Έλληνας παραμένει πάντα άφιλος, απολίτιστος ρατσιστής, και κλειστοφοβικά χαμερπής γλύφτης φουκαράς και καχύποπτος.
Κάθομαι και παρακολουθώ από την τηλεόραση την τελευταία συναυλία του Θεοδωράκη στη Θεσσαλονίκη. Και την “Όμορφη Πόλη” την τραγουδάει ένας κάποιος. Τι να μας πει; Να φονεύσει του δώσανε μικρόφωνο. Χαμένα τα είχε ο άνθρωπος, σε άλλο χώρο τον φέρανε, με άλλο κοινό, και χωρίς τα τελάρα των λουλουδιών των πρωινών κηδειών. Βάρδος χαμένος μέσα στην ποιότητα των στίχων και της μουσικής. Δεν καταλαβαίνει τα νοήματα, τους αγώνες που υμνούν τούτα τα τραγούδια, άρα πως να ερμηνεύσει και να εμπνεύσει το κοινό που τον άκουγε; Τέλος πάντων, έδωσα τόπο στην οργή. Μπορεί να έγινε κάποιο λάθος σκέφτηκα, και συνέχισα την εν του πλήθους μοναχική πορεία μου.
Κυρία Μαργαρίτα Θεοδωράκη, θα έπρεπε να ξέρετε τι διαχειρίζεστε. Έχετε τον ένα και μοναδικό μουσικό πυλώνα με τον οποίο διασώζονται μνήμες, αλήθειες και γνώσεις, κρίσεις και σκέψεις για πάρτη των νεότερων γενεών. Δεν διαχειρίζεστε απλά στιχάκια.
Ο Μίκης μας, πάντα διάλεγε και λαϊκούς ερμηνευτές. Ναι, διότι το έργο του ήταν λαϊκό. Εσείς, κυρία Μαργαρίτα, Μάργαρω, το λαϊκό, το κάνετε λαϊκάτζα. Ήταν προσεκτικός ο πατέρας σας και δεν θα αναφέρω τώρα τις φωνάρες, διότι θα κουραστούμε. Και ήξερε τι έψαχνε. Δεν ήταν κι η κοσκινού τον άντρα της με τους πραματευτάδες, που λέει κι η παροιμία. Διότι άλλο ασβέστης, κι άλλο πυροσβέστης. Άλλο Μπιθικώτσης, Καζαντζίδης. Για όνομα του Μίκη, και για όνομα όλων ημών, που θα πρέπει ν’ ακούμε μια σύνθεση ποιοτική, σα ν’ ακούμε ντιριντάχτα. Έλεος πια. Κι από την μουσική θα μας κόψετε;
Οι νεότεροι, οι θεωρητικά καλύτεροι, θα έπρεπε να ασχολούνται πιο σοβαρά με το έργο την προβολή και την διάσωση του. Τα χρήματα θα έρθουν, μην ανησυχείτε. Δεν είναι ανάγκη να χρησιμοποιήσετε τους δωρεάν τραγουδιστές που σας παρέχει η εταιρεία με την οποία υπογράψατε. Ερμηνευτή ψάχνετε, όχι “εκτελεστή”. Δεν είναι ανάγκη να ''μαζικοποιηθεί'' το έργο του Μίκη, κι ο Βάρναλης να γίνει λουλουδού, ή τα λιανοτράγουδα να γίνουν ζεϊμπέκικο του καψούρη. Διότι δεν έχω αμφιβολία, ότι ο “εκτελεστής” που επιλέξατε, θα τα χρησιμοποιήσει και στο μαγαζί του, παριστάνοντας τον ποιοτικό στους μαλάκες πελάτες του.
ΤΟ ΚΕΙΜΕΝΟ του Στήβεν Αβραμίδη, ο οποίος δεν είναι δημοσιογράφος, αλλά τα γραπτά του αντέχουν στο χρόνο, είχε δημοσιευτεί στον ''ΦΙΛΑΘΛΟ'' Ιούλιο του 2008.
Διαβαστε ακομα: