ΚΡΑΤΑΜΕ ΤΗ ''ΣΚΙΑ'' ΚΡΥΜΕΝΗ ΚΑΙ ΑΠ' ΕΜΑΣ...

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Γράφω γι’ αλήθειες και για ψέματα. Για μύθους και  πραγματικότητα. Για τον Bond που ταξίδεψε στη Βαλχάλα. (Αποκλείεται να πήγε μόνος. Ποντάρω ότι πέταξε με τα φτερά της Μπρουνχίλντε. Και  οπωσδήποτε κάτι θα παίχτηκε). Για όλους εμάς που μείναμε πίσω και πρέπει να συνεχίσουμε. Με τους μύθους μας και τα ζωτικά μας ψεύδη.  Ή χωρίς αυτά.

Στην «Αγριόπαπια» του Ίψεν ακούστηκε για πρώτη φορά ο όρος «ζωτικό ψεύδος». Πάνε κοντά 140 χρόνια από τότε. Όχι ότι ο μεγάλος Νορβηγός συγγραφέας ήταν ο πρώτος που έγραψε για τις ισορροπίες που ψάχνει ο άνθρωπος για να  αντιμετωπίσει την αδυσώπητη καθημερινότητα που ζει.  Για τα μικρά και τα μεγάλα ψέματα που τον κρατάνε όρθιο να συνεχίσει. Σ’ αυτόν πρωτοδιαβάσαμε ότι η συντήρηση ενός ζωτικού ψεύδους είναι πάντα προτιμότερη από μία αφόρητη αλήθεια που απειλεί να μας συντρίψει. Λες και δεν το ξέραμε, θα μου πεις.

Μετά ήρθε ο Γιουνγκ να μας κάνει ψυχανάλυση και μας είπε ότι ο καθένας μας έχει ένα προσωπείο, μία μάσκα, μία «περσόνα».  Η οποία, λέει, καλύπτει και ένα άλλο κομμάτι του εαυτού μας, (την «Σκιά») που θέλουμε να το κρατήσουμε καλά κρυμμένο όχι μόνο από τους άλλους αλλά και από εμάς τους ίδιους, γιατί δεν αντέχουμε να το αντιμετωπίσουμε. Και ότι φτιάχνουμε το προσωπείο επειδή δεν ανεχόμαστε τον εαυτό μας. Και ότι αυτό γίνεται αναπόσπαστο κομμάτι μας που επιβιώνει μέχρι τον θάνατο. Ευχαριστώ γιατρέ, δεν κρατάω ψιλά τώρα, θα σε πληρώσω σε χοντρά.

Κάποτε, προκειμένου να γράψω μία αγωγή για εργολαβικό αντάλλαγμα, ζήτησα από έναν πελάτη μου, από τους παλιότερους επισκευαστές στο Πέραμα, να με πάει σε ένα τάνκερ σε ώρα εργασίας. Εμπειρία ζωής.  Ξέρετε τι είναι να δουλεύεις φλόγα, κατακαλόκαιρο, στα ύφαλα ενός κήτους 150.000 τόνων, 20 μέτρα κάτω από το κατάστρωμα;

Έβγαλα το κουστούμι, φόρεσα το κράνος, τη μάσκα, τη φόρμα και τα ειδικά παπούτσια και κατέβηκα στου "θανάτου τα καζάνια". Είδα τις ανθρωποθυρίδες στο κάρτερ του λαδιού και στη δεξαμενή καυσίμων, είδα τα διπύθμενα και τα τούνελ του Λεβιάθαν. Είδα ανθρώπους κρεμασμένους σε ιμάντες και μεταλλικούς γάντζους να δουλεύουν φλόγα σε θερμοκρασίες 70 βαθμών. Τους είδα μετά που τους βγάζανε στον ήλιο, να ξεκολλάνε κομμάτια από την καμένη σάρκα τους.

Και μετά τους είδα στην ουρά, απομεσήμερο Παρασκευής, να πληρώνονται όσα μεροκάματα έκαναν την εβδομάδα που πέρασε, για να πάνε φαγητό στα σπίτια τους, εκείνα τα παραπήγματα που είναι σκαρφαλωμένα στα βράχια απέναντι από την Ναυπηγοεπισκευαστική Ζώνη.

Δεν ξέρω αν ο Γιουνγκ είχε πάει καμιά βόλτα στα ναυπηγεία πριν γράψει για σκιές και μάσκες. Δεν νομίζω να ξάπλωσε ποτέ στο κρεβάτι του ιατρείου του κάποιος από εκείνους τους εργάτες. Και αμφιβάλλω αν θα τους βοηθούσε έστω και λέξη από τις θεωρίες του.

Εγώ πάλι σήμερα με το πρωινό καφέ θα διαβάσω λίγο Ελύτη. Από τον Ήλιο τον ηλιάτορα.  «Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος / να `ν’ ήμερος να `ναι άκακος /λίγο φαΐ λίγο κρασί Χριστούγεννα κι Ανάσταση /κι όπου φωλιάσει και σταθεί/ κανείς να μην του φτάνει εκεί».  Βέβαια λέει κι άλλα παρακάτω. Δεν τα γράφω. Διαβάστε τα μόνοι σας. Και πείτε μου.

Διαβαστε ακομα:

Η ΜΑΡΩ ΔΕΝ ΗΘΕΛΕ ΤΟ ΝΟΜΠΕΛ ΣΤΟΝ ΣΕΦΕΡΗ