ΜΕ ΤΟΝ ΣΙΔΕΡΗ ΚΥΝΗΓΟ ΚΑΙ ΤΟΝ ΔΟΜΑΖΟ ΑΡΧΗΓΟ

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Δάκρυσα με τους στίχους του Παλαμά που απήγγειλε ο επισμηναγός στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου. Το παθαίνω αυτό με την ποίηση.  Με πιάνει πολύ ο στίχος. Κι ο πατέρας μου ήταν έτσι. Ήταν αδύνατον να τραγουδήσει στην κιθάρα το «Γλυκά μου μάτια» στην μητέρα μου και να μην τον πάρουν τα ζουμιά. Και δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του την πρώτη φορά που άκουσε «Με τον Σιδέρη κυνηγό και τον Δομάζο αρχηγό» (φώτο) στα «πιο ωραία λαϊκά» της Νικολακοπούλου.

Και βέβαια όταν μιλάω για ποίηση εννοώ την ελληνική και μόνο. Δεν έχει τίποτε αντίστοιχο ο πλανήτης ολόκληρος να επιδείξει. Κάποτε έπεσε στα χέρια μου μία συλλογή από Gedichte του Γκαίτε (μιλάω και γερμανικά τρομάρα μου). Αρνάκι άσπρο και παχύ της μάνας του καμάρι.

Τ’ αποφάσισαν λοιπόν οι Μοίρες και έμαθα ν’ ακούω και να διαβάζω ποιήματα από τα γεννοφάσκια μου. Ο παππούς μου ήταν ομογάλακτος και φίλος με τον Γιώργο Σεφέρη. Οι πατεράδες τους πίνανε παρέα το καφέ τους στην Σμύρνη και είχαν την ίδια τροφό για τ’ αγόρια τους. Κι η αγάπη της ζωής μου μεγάλωσε στο σπίτι των Αλεπουδέληδων στη Μυτιλήνη. Θυμάται τον Οδυσσέα Ελύτη να κάθεται στη βεράντα που έβλεπε στον κήπο του αρχοντικού. Το νιώθω φυσική κατάσταση σπίτι να διαβάζουμε ποίηση.

Στα χρόνια που πέρασαν διαπίστωσα όμως ότι κάτι τέτοιο, στη χώρα του Ομήρου και του Σοφοκλή, των δύο Νόμπελ και των μεγάλων ποιητών, θεωρείται ελιτίστικο. Και είναι πραγματικά παράδοξο γιατί η ζωή μας είναι πλεγμένη αξεδιάλυτα με τραγούδια γραμμένα από μεγάλους στιχουργούς. Ένα βράδυ, ας πούμε, σ’ ένα ταβερνάκι στην Πλάκα έζησα το «μέθυσε απόψε το κορίτσι μου και το χειλάκι του που καίει, κομμένα λόγια γιασεμάκια μου παραπονιάρικα μου λέει». Και κάποτε όταν χώρισε ο ξάδελφος μου «σε άσχημη κατάσταση τον φίλο μου τον βρήκα, αμίλητος με βλέπει μα στην καρδιά του μπήκα, τα χείλη του ήταν κίτρινα, τα μάτια του κομμένα και έκλαψα μαζί του κι εκείνονε κι εμένα».

Έλα όμως που άμα πας να απαγγείλεις ποίηση σε κοιτάνε περίεργα. Τραγουδάμε δηλαδή Γκάτσο, αλλά αν κάποιος πάει να διαβάσει την Αμοργό θα τον πάρουν στο βραστό. Ακούμε τον αριστουργηματικό Σταυρό του Νότου, αλλά άντε να διαβάσεις Καββαδία στην παρέα. Παράξενο.

Ε, λοιπόν πριν κάποια χρόνια είπα να τεστάρω την αντίδραση μίας τέτοιας παρέας. Είμαστε στην Πάτρα, βράδυ καλοκαιριού, στο roof  garden του ξενοδοχείου που φιλοξενούσε τα τελικά κάποιου Πανελληνίου πρωταθλήματος παίδων και τα λέγαμε καμιά 15αριά γονείς με χαλαρή διάθεση. Κάποια στιγμή λοιπόν με προκάλεσε ένας, με φανερή πρόθεση για καζούρα, να απαγγείλω κάτι. Σήκωσα λοιπόν το γάντι και διάλεξα το σπαρακτικό Μαραμπού του Καββαδία.  Κι άξαφνα από το πρώτο τετράστιχο τα ειρωνικά χαμόγελα κοπήκανε. Μαχαίρι. Κι έτσι όπως άκουγαν την ιστορία του καταραμένου ναυτικού και της κόρης του πλούσιου Αιγύπτιου που την Αγία της Άβιλα παράφορα αγαπούσε, το’ βλεπα ότι όλοι τους είχαν ανέβει σ’ εκείνο το ποστάλι και ταξίδευαν. Κι όταν το δρόμο στα βρωμερά, χαμένα σπίτια πήρανε, είδα μάτια να γυαλίζουν από δάκρυα. Στο τέλος όλοι χειροκρότησαν. Και να μην τα πολυλογώ, βαρέθηκα εκείνο το βράδυ να λέω ποιήματα.

Διαβαστε ακομα:

ΡΙΞΕ ΣΤΟ ΚΟΡΜΙ ΜΟΥ ΣΠΙΡΤΟ - ΝΑ ΠΥΡΠΟΛΗΘΩ