Είναι κομουνιστής και τον πακετάρισαν εξόριστο στα νησιά Γυάρο, Λέρο, Λήμνο, Μακρόνησο, Άη-Στρατή. Πρόκειται για εθνική ανοησία. Εθνικού, βέβαια, χαρακτήρος ανοησία αφού στο όνομα του έθνους οι κατάπτυστες εθνικές κυβερνήσεις μάζευαν τους ακίνδυνους αριστερούς και τους έστελναν στην κοινωνική απομόνωση αποδίδοντας έτσι εύσημα ιδεολογίας και ηρωισμού και πατριωτισμού σε μέλη κι όχι μόνο του παράνομου ΚΚΕ.
Μέλος του κομουνιστικού κόμματος και ο ποιητής Γιάννης Ρίτσος, που γεννήθηκε πρωτομαγιά του 1909 και πέθανε το 1990, σα σήμερα 11 Νοεμβρίου. Μέχρι σήμερα κανένας από τη μια και την άλλη ''πλευρά'' δεν βγήκε στα ίσα να πει το αυτονόητο, δηλαδή αυτό που αποδείχθηκε από την ίδια τη ζωή, από τη ίδια την πραγματικότητα του δημόσιου βίου. Ήταν ανόητο, ήταν περιττό το κυνήγι των αριστερών, οργανωμένων κι όχι.
Τα πράγματα πήραν το δρόμο τους... Όπως είχαν μονταριστεί, όπως κάθισαν μόνα τους, διαλέγεις και παίρνεις. Εδώ που είμαστε θα είμασταν και χωρίς την αγωνιστική δράση των αριστερών στη γερμανική κατοχή και μεταπολεμικά, και χωρίς την προστασία των συμμάχων, των κυβερνήσεων, χουντικών κι όχι.
Είναι ''ο ποιητής της Ρωμιοσύνης''. Ο ίδιος ο Γιάννης Ρίτσος αυτοσυστηνόταν ως ''ο απαρηγόρητος παρηγορητής του κόσμου''. Ας τον θυμηθούμε με τις πρώτες αράδες από δικό του κείμενο, το πασίγνωστο και αγαπημένο ''Η Σονάτα του Σεληνόφωτος''. Χαρακτηρίστηκε μια ''εκ βαθέων εξομολόγηση και μαζί ένας φόρος τιμής και μια παρατεταμένη ικεσία για ζωή κι ελπίδα... '':
Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.
Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.
Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου...
Διαβαστε ακομα:
- ΘΑ ΣΑΣ ΚΤΙΣΟΥΜΕ ΣΧΟΛΕΙΑ!, ''ΜΑ, ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΠΑΙΔΙΑ!!!''