ΚΑΠΟΙΕΣ ΜΝΗΜΕΣ ΓΡΑΜΜΕΝΕΣ ΕΙΝΑΙ ΣΕ ΠΕΤΡΑ...

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Κάθε 25η Μαρτίου ο «ΦΙΛΑΘΛΟΣ» ήταν συλλεκτικός. Κυκλοφορούσε με επετειακό του Μπαζίνα για την επανάσταση του 1821 και ο Ηλίας φύλαγε ένα από τα καλύτερα κείμενα της χρονιάς για την ημέρα αυτή. Όσοι δεν τα έχετε διαβάσει δεν μπορείτε να καταλάβετε τις σας λέω. Όσοι τα διαβάσατε θα ‘χετε κιόλας ανατριχιάσει στη θύμηση τους. Ήταν παράδοξο το ότι ένας άνθρωπος, που έζησε κοντά δύο αιώνες μετά τα χρόνια εκείνα, έγραφε για τους πρωταγωνιστές και τα γεγονότα εκείνης της περιόδου σαν να ήταν εκεί. Με το γιαταγάνι στο χέρι. Στην Καλαμάτα, στο Βαλτέτσι, στα Δολιανά, στ’ Ανάπλι, στην Τριπολιτσά, στο Πολυτσάραβο, στη Βέργα τ’ Αρμυρού.

Ίσως όμως και να μην ήταν τόσο παράδοξο. Έλεγε ο Μπαζίνας ότι κάποιες μνήμες είναι γραμμένες σε πέτρα. Σαν κι αυτή της μανιάτικης γης. Δεν ξεχνιούνται. Δεν ξεγράφονται. Διαβάζονται από κάθε γενιά ατόφιες, όπως τότε που χαράχτηκαν. 

Και κάθε του Ευαγγελισμού σαν να ‘τρεχε μπαρούτι στις φλέβες του και να χτύπαγαν ταμπούρλα στα μηνίγγια του, όπως και στων πολεμισταράδων της γενιάς εκείνης.

Καταγόταν από τη φατριά των Γιατρακαίων ο Ηλίας και καμάρωνε που τα τουφέκια τους ήταν τα μόνα μανιάτικα που ακούστηκαν στη νίλα του Δράμαλη στα Δερβενάκια και στο Αγιονόρι. Είχε περπατήσει στα μέρη αυτά, είχε αναπνεύσει τον αγέρα τους. Κι είναι αλήθεια ότι σε κάποιους τόπους η ιστορία σε πιάνει από τον ώμο. Επιβιώνουν μνήμες και σκιές που δεν ξεθωριάζουν στο πέρασμα του χρόνου.

Πάνε καμιά τριανταριά χρόνια που ανέβηκα για πρώτη φορά με τη μηχανή στις χαράδρες και τις κορφές του Μαινάλου (φώτο, η πιο ψηλή κορυφή του μυθικού βουνού). Στα Κολοκοτρωνέικα, στο Λιμποβίσι και στ’ Αρκουδόρεμα. Ήταν αλλιώτικος ο αέρας εκεί πάνω. Καθάριος, αγριεμένος. Μύριζε λευτεριά. Δεν ήταν ιδέα μου. Αναρωτιόμουν πως ήταν δυνατόν ο Γέρος, με μια δράκα δικών του από τα μέρη εκείνα, να στήσει αντάρτικο για δυόμιση χρόνια στα βουνά του Μοριά, όταν δεν είχε κοιμηθεί δεύτερη νύχτα στο ίδιο κονάκι και τον καταδίωκαν και δεν μπορούσαν να τον πιάσουν οι 40.000 του Ιμπραήμ, μ’ όλους τους μισθοφόρους Τουρκαλβανούς και κυνηγούς κεφαλών παρέα. Και σαν να κατάλαβα. Ο αγέρας εκεί πάνω βγάζει φτερά στα πόδια σου. Σε κάνει άτρωτο. Άφοβο.   

Και σίγουρο. Νιώθεις να σε συντροφεύουν ίσκιοι αρματωμένοι, σαν κι αυτούς στις πολεμίστρες του κάστρου της Μονεμβασιάς και της Ακροναυπλίας. Ή στην ανηφόρα των Δολιανών. Ή στα περάσματα απ’ την αργολική πεδιάδα στον κάμπο της Κορίνθου. Εκεί ψηλά, στα Δερβενάκια.

Η Ελληνική Επανάσταση ήταν ένας Έπος που συμπύκνωσε όλα τα προτερήματα και τα κουσούρια της φυλής μας σε εφτά χρόνια. Θρίαμβοι και τραγωδίες. Θυσίες και προδοσίες. Μέρες δόξας και μέρες ντροπής. Ηρωισμοί και εμφύλιοι σπαραγμοί.          

Αν δεν είχε τον Κολοκοτρώνη δεν θα ξεκίναγε. Και χωρίς τον Νικηταρά δεν θα στέριωνε. ΠΟΤΕ. Αυτοί οι δύο μαζί, από την αρχή ως το τέλος, ήταν το μυαλό και το σπαθί του αγώνα στον Μοριά. Μην ψάξετε αντίστοιχο οπουδήποτε και οποτεδήποτε αλλού. Δεν θα βρείτε. Ενώ στη Ρούμελη ο Καραϊσκάκης μπήκε στον πόλεμο όταν του το είπε ο μπούτζιος του. Όπως τελικά κι ο καθένας που κράτησε σπαθί απέναντι στ’ ασκέρια του Δράμαλη, του Κιουταχή και του Ιμπραήμ. Και τότε ήταν βαριά του Έλληνα τσολιά. 

Διαβαστε ακομα:

ΤΟ 1821; ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΤΖΙΜΑΝΙΑ ΕΙΜΑΣΤΕ ΚΑΙ ΞΕΡΟΛΕΣ