Ο ΙΗΣΟΥΣ ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΜΑΧΗ...
Από την γενιά του πατέρα του καταγόταν από τον βασιλικό Οίκο του Δαυίδ. Από την μητέρα του έτρεχε στις φλέβες του αίμα από τον Οίκο Ααρών, τη γενιά των Αρχιερέων. Και αυτό ήταν γραμμένο στα βιβλία του καλύτερα οργανωμένου και πιο αξιόπιστου ληξιαρχείου του αρχαίου κόσμου: αυτού της Ιερουσαλήμ, στα έγκατα του όρους Μοριά, κάτω από τα Άγια των Αγίων του Οίκου του Κυρίου, εκεί που κατά την παράδοση ο Ενώχ έχτισε τον πρώτο Ναό και από όπου υπό την 9η Αψίδα ανήλθε ζων στους Ουρανούς.
Δεν αστειεύονταν με αυτά οι Ισραηλίτες. Τα αρχεία τους τα τηρούσαν από την εποχή της Εξόδου πιο αυστηρά και από το Δευτερονόμιο. Καμία αμφιβολία δεν υπήρχε. Ο Γιεχοσούα είχε από τον πατέρα του βασιλική καταγωγή και από την μητέρα του αρχιερατική. Και ήταν ήδη Μεγάλος Διδάσκαλος Ναζαρηνός, Ραβίνος από τους δασκάλους του Εσσαίους, μεγαλωμένος στη Ναζάρ, (αραμαϊκά = μη φυσική, ουράνια) κοινότητα τους, όπως και ο θετός του πατέρας ο Ιωσήφ ο ξυλουργός, έχοντας περάσει και τις εννιά μυήσεις τους.
Βασιλέας, Αρχιερέας, Διδάσκαλος του (μωσαϊκού) Νόμου. Το τρισυπόστατο. Όχι, δεν ήταν λάθος. Δεν ήταν ένας ακόμα ψευδοπροφήτης. Τη γέννηση του, 33 χρόνια πριν, την είχε βαφτίσει με λουτρό αίματος ο δοτός από τους Ρωμαίους ψευδο-βασιλιάς Ηρώδης, που είχε μάθει ότι γεννήθηκε αρσενικό τέκνο από τη γενιά Δαυίδ και Ααρών. Όλοι το ξέρανε. Αυτός ήταν ο χα-μασίαχ, ο μεσίχα, ο μεσσίας, ο κεχρισμένος με νάρδο βασιλιάς. Εισήλθε επί πώλου όνου στην πόλη των Βασιλέων, όχι από ταπεινοφροσύνη, αλλά κατά τα αρχαία συνήθεια της φυλής του. Τον υποδέχθηκε ο λαός του Ισραήλ μετά βαϊων και κλάδων αναγνωρίζονταν τον ως βασιλιά φωνάζοντας «Ωσσανά υιέ Δαυίδ».