ΤΑ ΟΡΓΑΝΑ ΕΜΟΙΑΖΑΝ ΜΕ ΑΝΘΡΩΠΙΝΗ ΦΩΝΗ, ΤΗ ΔΙΚΗ ΤΟΥΣ...
Αφορμή για το σημερινό κείμενο υπήρξε το τελευταίο για αυτή τη σαιζόν (έπιασε καλοκαιράκι) ποτήρι bourbon στο εμβληματικό Jazz in jazz στη Δεινοκράτους, που χρόνια τώρα με συντροφεύει στα ταξίδια μου στον αχανή αυτό μουσικό κόσμο.
Παρένθεση: Δώστε προσοχή στο οινόπνευμα. Η jazz δεν θέλει scotch, ούτε ιρλανδέζικο. Καθόλου παραδόξως, πάει ταμάμ κολοκυθόπιτα με το γνωστό αμερικάνικο bourbon με την μελένια γεύση. Και τρία παγάκια. Μπύρες βέβαια και λοιπά παρόμοια τα ξεχνάμε. Τέλος παρένθεσης.
Πριν μια ζωή λοιπόν πήγα ωδείο να μάθω – τρομάρα μου- jazz μουσική θεωρία. Ξεκινήσαμε με τα δωδεκάμετρα και τις πεντατονικές blues κλίμακες, σατανικής απλότητας και ηδύτητας και λέω «άσε, το’ χω». Ώσπου κάποια στιγμή ο δάσκαλος αρχίζει τις ελαττωμένες και τις συγχορδίες 9ης και 11ης και μας ξεκινάει τις αποδράσεις από την βασική αρμονική κλίμακα κι έγινε μαλλιά κουβάρια το πράμα με τα πολύπλοκα και χαοτικά μέτρα και με το μπέρδεμα αρμονίας, μελωδίας και ρυθμού, μέχρι που κάποια στιγμή του λέω: «Δεν καταλαβαίνω τίποτα» . Και μου απαντάει: «Σε καλό δρόμο είσαι». «Μα, η παρτιτούρα,δάσκαλε;». «Χέστηνα» μου λέει.
Εμείς οι Δυτικοί είμαστε περίεργοι άνθρωποι. Μας έχει φάει η επιστημοσύνη, η επαγωγική σκέψη, η λογική εξήγηση. Από τον Αριστοτέλη και δώθε δεν μπορούμε να λειτουργήσουμε χωρίς να τακτοποιούμε τα πράγματα σε κουτάκια. Να έχουμε ετυμολογία, ορισμό, ανάλυση, ερμηνεία για όλα. Μας έπρηξαν τα συκώτια στο Λύκειο με τον ορισμό της τραγωδίας του Αριστοτέλη, που ανάθεμα αν κατάλαβε και αυτός και όλοι εμείς σήμερα τι βλέπουμε και τι συμβαίνει στο αρχαίο θέατρο.
Τα ίδια και χειρότερα με την jazz. Εδώ ακόμα σήμερα ψάχνουμε να βρούμε από πού προήλθε και τι σημαίνει η λέξη. Λες κι έχει σημασία. Και πασχίζουμε εννοήσουμε και να χωρέσουμε στις 5 γραμμές της παρτιτούρας ό,τι απέδωσαν οι μαύροι εκείνοι αυτοδίδακτοι πρωτομάστορες στη Νέα Ορλεάνη, στα τέλη του 19ου αιώνα, όταν ξεκίνησαν να αυτοσχεδιάζουν πάνω στους πανάρχαιους ρυθμούς, μέτρα και μελωδίες των μακρινών τους πατρίδων.
Δούλοι και γιοι δούλων όλοι τους, άκουσαν τους ήχους εκείνων των περίεργων, γυαλιστερών χάλκινων μουσικών οργάνων που έφτιαχναν οι λευκοί και βρήκαν ότι έμοιαζαν με ανθρώπινη φωνή, με τη δική τους φωνή. Έγραψαν στις λιωμένες σόλες των παλιών τους παπουτσιών τα κονσερβατόρια και τις μουσικές κλίμακες των λευκών αμερικάνων προτεσταντών και όλη τους τη μουσική παράδοση και έφτιαξαν ένα δικό τους μουσικό ιδίωμα, ολωσδιόλου πρωτάκουστο, τελείως άγνωστο και εντελώς ξένο με ό,τι ξέραμε κι είχαμε ακούσει μέχρι τότε.
Και τόσο ανεξήγητα κι απλά, ο μουσικός κόσμος και ο πολιτισμός μας άλλαξε. Ό,τι ακολούθησε μετά ήταν η εξέλιξη εκείνου του ακατανόητου ήχου, που ακούστηκε σαν μπάσα, βραχνή, μαύρη φωνή πριν 130τόσα χρόνια στον αμερικάνικό Νότο. Μαζί με την πεντατονική blues, δώρο, λένε, του ίδιου του Διαβόλου στον Robert Johnson σε κάποιο σταυροδρόμι, όλη η μουσική του 20 αιώνα είναι από μαύρη μήτρα. Δεν έχει ορισμό, δεν νοείται, δεν χωράει σε παρτιτούρες. Βιώνεται. Όπως είπε κι ο παμμέγιστος Theloniοus Monk : Είναι ελευθερία.
Διαβαστε ακομα: