ΚΙ ΟΛΟ ΨΑΧΝΩ ΤΗΝ ΓΟΡΓΟΝΑ ΤΟΥ ΠΑΡΑΜΥΘΙΟΥ...

 
γράφει ο Φωστήρας 
Με μαγεύει η θάλασσα. Και μόνη η λέξη, μία από τις ωραιότερες που έχουν ακουστεί ποτέ σ’ όλου του κόσμου τις γλώσσες. Όποτε ταξιδεύω με πλοίο στο Αιγαίο κάθομαι με τις ώρες στην κουπαστή, αιχμάλωτος και άθυρμα της γοητείας αυτής της παντοδύναμης μάγισσας, που κανείς ποτέ δεν κατάλαβε, ποτέ δεν την υπέταξε. Και την ακούω να μου μιλάει, όπως λέγανε οι παλιοί οι ναυτικοί.     

Λόγια μυστικά και ιστορίες από την Αργώ και το χρυσάφι της Κολχίδας, για τα χίλια πλοία που την ταξίδεψαν να πάνε στην Τρωάδα, για την εποχή των πειρατών του Αρχιπελάγους, όταν τα αδέλφια οι μυτιληνιοί Κοκκινογένηδες, ο Αρούτζ κι ο Χαϊρεντίν διαγούμιζαν όλο το Αιγαίο κι ανάγκασαν τους νησιώτες να χτίσουν τις Χώρες τους στις κορφές των Κυκλάδων. Τραγούδια για τ΄αρμενάκια και τα τζιβαέρια, που έφτασαν στις άκρες του κόσμου για να ζήσουν τους δικούς τους αλλά και για να γίνουν οι πρώτοι καραβοκύρηδες της οικουμένης.

Κι όλο ψάχνω τη γοργόνα του παραμυθιού κι όλο το βλέμμα χάνεται στον ορίζοντα μήπως και βρει τη Φάτα Μοργκάνα. Μα όλο μου ξεφεύγουν. Όλο χάνονται μέσα σ’ αυτό το απέραντο μπλε.

Δεν ξέρω αν το’ χετε προσέξει. Τέτοιο χρώμα σαν κι αυτό του Αιγαίου δεν υπάρχει πουθενά στο κόσμο τούτο. Λες και πήρε ο Θεός όλο το μπλε που είχε και το’ ριξε στα νερά μας. Στην άλλη μεριά, απέναντι στα Μοσχονήσια, στο Αϊβαλί, τα χρώματα αλλάζουν, το μπλε χάνεται, τα νερά πρασινίζουν. Όλη η απέναντι ακτογραμμή είναι έτσι.

Σ’ εμάς, όμως, το μπλε τρυπάει το μάτι. Και καταλαβαίνεις ότι η σημαία μας δεν θα μπορούσε ποτέ να’ χει άλλα χρώματα, έξω από αυτά της θάλασσας και των κυμάτων της, όταν την ταξιδεύεις. Έτσι που να γίνεται ένα με τ’ αφρισμένα νερά και τα χρώματα του ορίζοντα, καθώς κυματίζει στις πρύμνες των καραβιών.  Ώσπου έρχεται το ηλιοβασίλεμα στο Αιγαίο με χρώματα που καμιά παλέτα και καμία φαντασία δεν μπόρεσε ποτέ να συλλάβει και ν’ αποδώσει. Μόνα αυτά αρκούν να καταλάβεις ότι πουθενά αλλού δεν είναι πιο όμορφα απ’ ότι στα νερά μας, στον τόπο μας.  

Η θάλασσα είναι το στοιχείο μας. Από τους θαλασσοπόρους Πελασγούς, τον Ηρακλή που διάβηκε τις Ηράκλειες στήλες του Γιβραλτάρ, τον Διόνυσο που ταξίδεψε στα πέρατα της οικουμένης, τους Μινύες ταξιδευτές που έφτασαν μέχρι τα δυτικά παράλια της Σκότιας γης, τον Ιάσονα με τους Αργοναύτες του, τον Οδυσσέα που έδωσε το όνομα του σε δύο παράλιες πόλεις στ’ αντίθετα άκρα του κόσμου, την Οδησσό και την Ulissαbona  = Λισαβόνα, στον Βαρβάκη κι από εκεί στους Σπετσιώτες και Υδραίους μπουρλοτιέρηδες μέχρι τους Ανδριώτες και Χιώτες καραβοκύρησες που διαφεντεύουν με τους στόλους τους το ναυτικό εμπόριο όλου του κόσμου, η Ελλάδα ζει πάνω στη θάλασσα, ζει απ’ τη θάλασσα.

Πίνω το ουζάκι μου (ανέρωτο «Ματθαίο») μ’ ένα πιατάκι σαρδέλες Καλλονής για μεζέ, εδώ στη Μυτιλήνη και το μαϊστράλι χαϊδεύει την Απάνω Σκάλα και σπρώχνει απαλά τα κύματα του Αιγαίου προς το Κάστρο. Πως το’ πε ο Ελύτης; «Στον παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί. Απαράλλαχτο εσύ». Δεν το κουνάω από δω. Καλές διακοπές.

Διαβαστε ακομα:

ΤΟ SHOPPING ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΩΝ ΑΝΔΡΩΝ, Η ΓΥΝΑΙΚΑ ΣΠΙΤΙ