ΟΣΟΙ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΝΕΟΥΣ ΔΕΝ ΕΙΧΑΝ ΠΤΥΧΙΟ...

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Επιστροφές, καταστροφές, στην ίδια κόλαση, στο ίδιο χθες. Γύρισα Αθήνα με τους στίχους του Πάριου και τη φωνή του Πασχάλη Τερζή στ’ ακουστικά, ενώ μέσα στο Nιssos Rodos! (μα ποιος τα σκέφτεται, τέλος πάντων, αυτά τα γκρήκλις;) φριχτές οι φάτσες γύρω μου και με κοιτούν ειρωνικά, ακριβώς όπως το’ γραψε ο Βασίλης Καζούλης στη «Φανή».

Μ’ αρέσουν τα ταξίδια με πλοίο. Σε κάποια προηγούμενη ζωή μάλλον θα’ μουν καραβόσκυλο. Κι η θάλασσα δεν με πιάνει καθόλου. Έχω περάσει Ικάριο με 10 μποφόρ, όταν ήμουν φαντάρος στη Σάμο κι ούτε που ζαλίστηκα. Ίσως επειδή είμαι ανισόρροπος. Ειδικά όμως αυτό το ταξίδι της επιστροφής μου φάνηκε ανυπόφορο. Κι απ’ ότι κατάλαβα δεν ήμουν ο μόνος που αισθανόταν έτσι, σε τούτο το τρομακτικό ταξίδι του χαμού. (Πολύ ποίηση μ’ έπιασε κι είναι ώρα ν’ ανησυχώ).

Ταξιδεύω χρόνια στη θάλασσα κι όμως είναι η πρώτη φορά που μου φάνηκε ότι δεν έπλεα μεσοπέλαγα στο Αιγαίο, αλλά η ρότα ήταν για το Αρχιπέλαγος γκούλαγκ. (Που’ σαι ρε Σολζενίτσιν, να με διαβάσεις- φώτο). Κι εκείνος ο ασταμάτητος τριγμός, δεν ήταν από τα έμβολα στις μηχανές του κήτους, αλλά σαν να άκουγα τον ήχο από ράγες σε τραίνο για την Σιβηρία. Έκανα το λάθος και διάβασα πριν από πολλά χρόνια το «Έγκλημα και Τιμωρία» και τρόμαξα στην ιδέα ότι κάπως έτσι θα ένιωθε ο Ρασκόλνικοφ στο δρόμο για τα κάτεργα. Δεν ξέρω αν κι οι υπόλοιποι συνεπιβάτες μου σε τούτο το τραινάκι του τρόμου είχαν διαβάσει Ντοστογιέφσκι, όμως κάτι μου λέει στο βλέμμα τους, ότι έτσι ακριβώς αισθάνονταν κι αυτοί.

Ούτως ή άλλως, όλοι μας ζούμε στην τελευταία Σοβιετία που επιβιώνει εντός των συνόρων της ευρωπαϊκής ένωσης, περήφανη κι αλώβητη από τα τέλη του περασμένου αιώνα μέχρι τις μέρες μας και εις τον αιώνα τον άπαντα. Φανταστήκαμε ότι η πασοκάρα έφτιαξε για εμάς τους πονηρούς έναν σοσιαλιστικό παράδεισο που κανένας και ποτέ δεν θα μας πέταγε με τις κλωτσιές έξω από την πύλη ανατολικά της Εδέμ (όρε σουρεαλισμός που πέφτει). Αλλά μετά ήρθε η πτώχευση και μετά η συριζάρα και μετά η πανδημία και όλα τα κακά της μοίρας μας μαζί.

Και τώρα ο πόλεμος. Και μετά τις σοσιαλιστικού τύπου διακοπές του Αυγούστου (ταπεράκια, πετσέτες στην παραλία κλπ.), όλοι οι lavoratori γυρίζουμε στα κάτεργα μας κι ο κάθε κατεργάρης στον πάγκο του. Σαν να μου φαίνεται όμως, ότι όλα τα προηγούμενα ήταν παιδική χαρά, σε σύγκριση με αυτό που έρχεται από Σεπτέμβριο.  

 

Κι η κακόμοιρη κυβέρνηση υπόσχεται ανάπτυξη, την οποία όμως δεν μας λέει ότι θα καρπωθούν μόνον εκείνοι που βάζουν τα λεφτά. Ήδη, όσοι από τους νέους δεν είχαν πτυχίο να φύγουν και έμειναν πίσω, οι μισοί ανοίγουν καφέ και οι άλλοι μισοί τον κάνουν delivery. Ωραία ανάπτυξη. Κι όταν έρθουν εποχικοί ασιάτες εργάτες να στρώνουν τα σεντόνια στα ξενοδοχεία που θα αγοράσουν οι ξένοι, ούτε για καμαριέρα δεν θα βρίσκουμε δουλειά. Και σαν βέροι Βενεζολάνοι, θα περιμένουμε το «κοινωνικό μέρισμα» στην ουρά του σούπερ μάρκετ για μακαρόνια, ρύζι και χαρτί υγείας. Μούρλια.

Θυμάμαι ότι απέμεινε στην τσάντα μισό λίτρο ούζο. Πάω να το κοπανίσω.

Διαβαστε ακομα:

ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΑ 5 ΚΟΡΥΦΑΙΑ ΜΝΗΜΕΙΑ, ΟΛΑ ΕΞΩ!