Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΘΡΥΛΙΚΟΥ ΧΤΥΠΑΕΙ ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ, ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ...

 
γράφει ο φωστήρας

Την τελευταία εβδομάδα είμαι στα Γιάννενα. Έρχομαι χρόνια για δουλειές σε Ήπειρο και Δυτική Μακεδονία και τα ξεχωρίζω μαζί με την Καστοριά. 

Μ’ αρέσει να περπατάω μπροστά από το κάστρο, στον παραλίμνιο δρόμο με τα πλατάνια και κάπου – κάπου κλείνω το κινητό, περνάω με το καραβάκι στο νησάκι της λίμνης και χάνομαι σε μοναχικούς περιπάτους.

Αυτή τη φορά, η επίσκεψη μου συνέπεσε με την επέτειο του ΟΧΙ. Κι είναι πράγματι κάτι τόποι και κάτι ώρες, που η Ιστορία σε πιάνει από τον ώμο και περπατάει μαζί σου.

Στο κέντρο της πόλης, λοιπόν, πάνω στη λεωφόρο Αβέρωφ,  μετά την πλατεία Πύρρου, δίπλα στο Ρολόι και υπό το αυστηρό βλέμμα του Καραϊσκάκη και του Κατσαντώνη να την ατενίζει από το πάρκο Ηρώων, δεσπόζει η έδρα της θρυλικής 8ης, της Μεραρχίας που κράτησε στο Καλπάκι την πρώτη γραμμή άμυνας στην επίθεση των Ιταλών, τα χαράματα της 28ης Οκτωβρίου του 1940.

Θαρρείς πως η καρδιά των Ιωαννίνων μα και αυτή η λεοντόκαρδη του μυθικού της αρχηγού, του Στρατηγού Κατσιμήτρου, χτυπάει εκεί. Δύο φορές την ημέρα, στην έπαρση και την υποστολή της σημαίας, η πόλη στέκεται ακίνητη και θωρεί την γαλανόλευκη στον ιστό, να ανεμίζει στο προαύλιο του κτιρίου, που φέρει περήφανο στην μετώπη του το όνομα του τρομερού εκείνου πολέμαρχου.

Σε μία εξαίσια συμμετρία, στο κέντρο της Καστοριάς ορθώνεται το άγαλμα του άλλου πολεμισταρά, του Συνταγματάρχη Δαβάκη που με ένα σύνταγμα πεζικού κράτησε την Κατάρα. Κάθε φορά που περνάω, στέκομαι προσοχή. Απονέμω στρατιωτικό χαιρετισμό. Και δεν κάνω καμία προσπάθεια να κρατήσω τα δάκρυα μου.

Τις βαρείς ίσκιοι. Τι βαριά κληρονομιά.  

Μα και στα Ζαγόρια, κάθε φορά που περνάω την είσοδο των Ασπραγγέλων κάνω μια στάση στο γιγαντιαίο άγαλμα της Γυναίκας της Πίνδου, φορτωμένη την ξυλόκασα με τις σφαίρες στο δρόμο για την πρώτη γραμμή του μετώπου.

Στεγνή, ξερακιανή, με ένα βλέμμα ανάμικτο πόνο, κούραση, καρτερία. Αλλά και ΕΥΘΥΝΗ. Και ΚΑΘΗΚΟΝ.

Τι ιστορία και αυτή με τις γυναίκες της Πίνδου! (φώτο). Ο θείος μου ο Γιάννης  παντρεύτηκε μία γιαννιώτισσα, με καταγωγή από τα Γραμμενοχώρια, στην περιοχή της Ζίτσας. Η μητέρα της η Τσέβω, ήταν μία από Εκείνες. Μικρή τότε στην ηλικία, γύρω στα 30, ζαλωνόταν ό,τι την φόρτωνε η επιμελητεία της Μεραρχίας και ανέβαινε στο βουνό. Με τα πόδια. Μες το χιονιά. Σε νυχτερινές πορείες. Από μονοπάτια που ξέρανε από τους  βοσκούς της περιοχής και δεν πέρναγε ούτε μουλάρι.

Κάποια βράδια που καθόμασταν γύρω απ’ το τζάκι στο χωριό και ανοίγαμε ένα μπουκάλι από τα φυλαγμένα, τη βάζαμε να μας λέει ιστορίες. Δεν το ήθελε. Δεν τις έλεγε. Ποτέ της δεν το καμάρωσε. Κι ας ήταν άθλος.

Έχετε ποτέ σηκώσει κάσα με σφαίρες; Φαντάζεστε πόσα κιλά γίνεται όταν την τυλίγεις με κουβέρτες να μην πάρουν υγρασία; Καταλαβαίνετε τι σημαίνει να ανηφορίζεις στα κακοτράχαλα σε υψόμετρο 1.500 μέτρα με 50 κιλά στην πλάτη;

Απ’ όλα όσα είχα ακούσει, ένα θα καταθέσω εδώ: Σχεδόν σε όλες τις πορείες μπροστά πήγαινε κι εύρισκε το δρόμο η κοντά 60χρονη τότε μάνα της. Κι όταν σφύριζαν οι σφαίρες, έλεγε στην κόρη της: «Μη φοβάσαι. Τη σφαίρα που θα σε βρει, δεν θα την ακούσεις».

Υπόκλιση.

Διαβαστε ακομα:

Ο ΠΑΠΑΣ ΔΕΝ ΒΛΕΠΕΙ ΠΟΡΝΟ, ΜΟΝΟ ΜΑΡΤΥΡΑΕΙ ΑΛΛΟΥΣ