ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΠΟΙΗΣΗ, ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ...
Δέκα λέξεις όλες κι όλες. Μόνες τους. Σαν γιαπωνέζικο χάι κου. Δέκα λέξεις, όμως, σε στιχοπλοκή. Και να πως, ξάφνου, αλλάζουν μορφή. Σαν από μάγια, γεμίζουν δύναμη, δονούν μ’ ενέργεια τον κόσμο όλο και αντηχούν στην αιωνιότητα.
Πως γίνεται αυτό; Απ’ όλους περισσότερο, εμείς, εδώ, το ξέρουμε καλύτερα απ’ τον καθένα. Γιατί είμαστε φτιαγμένοι απ’ αυτό. Και απ’ αυτό. Δικό μας έργο είναι η Ποίηση. Και δικό της δημιούργημα είμαστε. Και δεν μοιάζει καθόλου παράταιρο ν’ ακούγονται οι «Θερμοπύλες» του Καβάφη από το στόμα ενός πολεμιστή.
Ο γιγαντιαίος Αισχύλος, αδελφός του Κυναίγειρου, του κορυφαίου της μάχης του Μαραθώνα, περισσότερο από τις τραγωδίες του σεμνυνόταν ότι ήταν Μαραθωνομάχος. Και στο ταφικό του μνημείο ο ίδιος έγραψε το «αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος…..» .
Μάλιστα λένε ότι την μεγαλύτερη πίκρα στη ζωή του τη γνώρισε στον ποιητικό αγώνα που έκανε η Αθήνα για να αποτυπωθεί στην αιωνιότητα ο ηρωισμός των πεσόντων στην μάχη με την καλύτερη ελεγεία. Όταν οι Αθηναίοι δεν επέλεξαν τη δική του ελεγεία για τον τύμβο που σκέπαζε τα κόκκαλα του αδελφού του, αλλά αυτή του Σιμωνίδη του Κείου.
Το περίφημο «Ελλήνων προμαχούντες Αθηναίοι Μαραθώνι χρυσοφόρων Μήδων εστόρεσαν δύναμιν» γράφτηκε από τον κορυφαίο ελεγειακό ποιητής της εποχής του. Του Σιμωνίδη είναι και το αθάνατο «Ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις, ὅτι τῇδε κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι» στον τύμβο των Θερμοπυλών για τους 300 του βασιλιά Λεωνίδα.
Βέβαια, πριν απ’ αυτόν η ελληνική ποίηση είχε γνωρίσει τον μεγαλύτερο ποιητή όλων των εποχών, τον θείο Όμηρο, που τραγούδησε την οργή του Αχιλλέα, «Μῆνιν ἄειδε, θεά, Πηληϊάδεω Ἀχιλῆος…..», και το ταξίδι της επιστροφής του Οδυσσέα στην Ιθάκη, «Ἄνδρα μοι ἔννεπε, Μοῦσα, πολύτροπον, ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη, ἐπεὶ Τροίης ἱερὸν πτολίεθρον ἔπερσεν». Πόλεμο τραγούδησε ο Όμηρος. Πολεμικά ποιήματα ήταν τα Έπη.
Γι’ αυτό σας λέω. Η ποίηση κι ο πόλεμος, σε μας συνταίριαξαν. Από τις αρχές του χρόνου τραγουδήσαμε τον ηρωισμό στην μάχη. Μα και στην μάχη μέσα τραγουδούσαμε. Στους «Πέρσες» απαθανάτισε ο Αισχύλος τον συγκλονιστικό παιάνα των Σαλαμινομάχων: « "Ὦ παῖδες Ἑλλήνων, ἴτε, ἐλευθεροῦτε πατρίδ᾽, ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τε πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων· νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών.".
Πόλεμος και Ποίηση. Καταστροφή και Δημιουργία. Πόσο παράδοξο. Αλλά και πόσο αξεδιάλυτα ταιριασμένο. Ζωή και Θάνατος χέρι με χέρι. Και τα λόγια που τους δένουν αντηχούν στη αιωνιότητα. Κουβαλώντας από στόμα σε στόμα και από γενιά σε γενιά ανεξίτηλα τη δύναμη τους στην συλλογική μνήμη.
Αιώνες αργότερα οι κουτόφραγκοι το κατάλαβαν. “The pen is mightier than the sword” είπαν. Η γραφίδα είναι ισχυρότερη από το ξίφος.
Μ’ αρέσει αυτή η παράδοση που φτιάχνεται με τους στίχους από το στόμα των σμηναγών στις παρελάσεις. Περιμένω τους επόμενους.
Διαβαστε ακομα: