ΤΑ ΚΟΥΝΩ ΚΙ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΝΤΟΡΤΙΑ
μιλάει ο διονύσης χαριτόπουλος
Το παιδί μπλέχτηκε με πιο μεγάλους και σκληρούς παίχτες που τα ρίχνουν τις νύχτες στο καφενείο πάνω στη πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου, με κλειστές κουρτίνες και τσιλιαδόρο ή στο υπόγειο με στρωμένη κουβέρτα στο πάτωμα, σε κρυφά σπίτια στην Αμφιάλη, στη Δραπετσώνα, στο Λιμάνι, στα Άσπρα Χώματα και όχι μόνο σπίτια αλλά και στα πίσω δωμάτια, σε ραφεία, ψιλικατζίδικα, χασάπικα, μέχρι σε ένα γραφείο κηδειών επί της Αγχιάλου που ο νυχτερινός υπάλληλος λαγοκοιμάται πλάι στο τηλέφωνο.
Και στο πίσω δωμάτιο με τις κάσες καμιά δεκαριά αφιονισμένοι γύρω από μια άδεια κάσα και τον κρεμαστό γλόμπο να τη φωτίζει αντί να κλαίνε τον μακαρίτη κατεβάζουν καντήλια για την τύχη τους και ρίχνουν τα ζάρια μέσα στην καλύτερη μπαρμπουτιέρα που έχει ανακαλυφθεί ποτέ.
Το μπαρμπούτι θέλει νεφρό. Μπορεί να σε φάει το ζάρι μέχρι να κάνει την τελευταία τούμπα, μπορεί να σε φάει και ο διπλανός σου που ακούμπησε τα τελευταία του φράγκα, μπορεί να κάνουν γιούργια οι μπάτσοι πάνω στο παιχνίδι: «Τα κουνώ κι έρχονται ντόρτια - να κι οι βλάμηδες στην πόρτα». Ή μπορεί αντί γι’ αυτούς να κάνει μπρακ ο Τσέχας με τον αδερφό του και το φιλαράκι τους με το άσπρο χαλασμένο μάτι και να πει χαμογελαστός:
- Παλικάρια τα λεφτά κάτω.
Φαίνεται σαν να χαμογελάει μα όλοι ξέρουν, και όποιος δεν το ξέρει καλό είναι να κάνει ό,τι κάνουν και οι άλλοι, πως στην τσέπη του έχει ένα κούφιο με γεμιστήρα και οι άλλοι δύο κρύβουν τα δίκαννα στις καραμπίνες τους. Τώρα λένε ότι ο Τσέχας έκοψε τα καουμποϊλίκια, του στέλνουν μόνοι τους βιδάνιο από τις μπαρμπουτιέρες για να μην μπουκάρει σαν το Ηθών και λαχταράει κάτι μεγαλομανάβηδες και ζωέμπορους της Αγοράς ή τους κουστουμάτους πλοιοκτήτες της Μιαούλη και τους ματσωμένους Αθηναίους που έχουν την αρρώστια και κατεβαίνουν στον Πειραιά να τα ρίξουν.