ΣΤΡΟΓΓΥΛΕΥΟΥΝ ΠΕΤΡΕΣ ΤΑ ΣΥΛΛΟΓΙΣΜΕΝΑ ΝΕΡΑ...
Λέει κάτι το όνομα Ζαχαρίας Παπαντωνίου; Μάλλον, όχι. Πρόκειται περί γίγαντος. Είναι ένας από τους πολλούς Έλληνες γίγαντες της εποχής από το τέλος της τουρκοκρατίας μέχρι τη γερμανική κατοχή, μέχρι τον β’ παγκόσμιο πόλεμο. Ναι, η πατρίδα μας, τα χώματα μας γέννησαν σπουδαίους όπως τον Ζαχαρία Παπαντωνίου, τους οποίους εύκολα και γρήγορα τους ξεχνάμε. Γιατί; Επειδή είμαστε μικροί, τι άλλο; Και φτωχοί. Είναι μάλλον απίθανο ο μικρός και φτωχός να θέλει να κρατήσει ζωντανούς εκείνους που κάτι έχουν να πουν, κάτι να δείξουν… Ο φουκαράς πορεύεται τυφλά ακολουθώντας τον πούστη που υπόσχεται ελπίδες, τον αλήτη με φράκο, τον ξενόδουλο, τον φαύλο.
Ο φανατικός δημοτικιστής Ζαχαρίας Παπαντωνίου το 1918 έγραψε για αναγνωστικό βιβλίο της Γ’ Δημοτικού το «Ψηλά Βουνά». Ω, πόσο τυχερά ήταν τα ελληνόπουλα, τη δεύτερη δεκαετία του 20ου αιώνα, με τα Ψηλά Βουνά στη σχολική τους σάκα. Ένα παιδικό βιβλίο χάριζε στην πεντακάθαρη παιδική ψυχή τους την Ελλάδα. Τον τόπο της αγίας γης.
Κωστής Παλαμάς : «Συγχαρώ το κράτος διότι με τα Ψηλά Βουνά μας έδωσε εν μικρόν (μικρόν τάχα;) αριστούργημα».
Παύλος Νιρβάνας: ''Με τα Ψηλά Βουνά εισέρχεται εις το δημοτικόν σχολείον η Ελλάς (…) με τον κόσμο των πλασμάτων της και με τον κόσμο των πνευμάτων της. Πόση ζωή, πόση ποίησις, πόση χάρη κατοικεί εκεί μέσα! Δεν ηξεύρω τι περισσότερον και τι ωραιότερου θα ημπορούσε να επιθυμούσε κανείς ως αναγνωστικόν βιβλίον''.
Βλάσης Γαβριηλίδης: «Τα Ψηλά Βουνά αποτελούν την μεγάλην εκπαιδευτικήν μας επανάστασιν. Δεν είναι μόνον παιδαγωγικόν βιβλίον αλλά και λογογραφικόν αριστούργημα».
Δίνω στη συνέχεια ένα απόσπασμα του βιβλίου του Ζαχαρία Παπαντωνίου, που γεννήθηκε Φεβρουάριο του 1877 στο Καρπενήσι και πέθανε σα σήμερα πρώτη Φεβρουαρίου, το 1940.
«Ε, μπάρμπα Φώτη! Δε θα μας πεις κανένα τραγούδι; Κανένα για ψηλά βουνά…».
- Σαν ποιο να πω;, ρώτησε ο αγωγιάτης. Να πω την αλαφίνα, να πω τον Κατσαντώνη, να πω τη βλαχοπούλα, τι να πω;
Και αφού σήκωσε την τσίτσα και τράβηξε δύο δύο ρουφηξές, άρχισε:
Καλότυχα είναι τα βουνά, ποτέ τους δεν γερνάνε!
Το καλοκαίρι πράσινα και το χειμώνα χιόνι…
Και καρτερούν την άνοιξη, τ’ όμορφο καλοκαίρι,
να μπουμπουκιάσουν τα κλαριά ν’ ανοίξουν τα δέντρα,
να βγουν οι στάνες στα βουνά, να βγουν οι βλαχοπούλες,
Δε γερνά το τραγούδι! Ο μπάρμπα Φώτης γέρασε, μα η φωνή του έμεινε λυγερή όπως στα νιάτα του.
Όταν έφτασαν ψηλότερα παραξενεύτηκαν μ’ ένα ασυνήθιστο χρώμα που φάνηκε στο βάθος της λαγκαδιάς. «Τι είναι κείνο;» φώναξαν τα παιδιά «Είναι νερό;»
«Νερό» απάντησε ο αγωγιάτης.
- Μα είναι ακίνητο, είπε ο Κωστάκης. Νερό, στον κατήφορο ακίνητο, πώς γίνεται;
«Βέβαια, γιατί εμείς είμαστε ψηλά. Παραπέρα που θα χαμηλώσουμε, θα δείτε πώς τρέχει»
-Πώς το λένε αυτό το ποτάμι;
«Ρούμελη. Μα εδώ είναι ρέμα, δεν είναι ακόμα ποτάμι. Πρέπει να κάμει μεγάλο ταξίδι για να γίνει το ποτάμι της Ρούμελης. Έχει ν’ απαντήσει πολλά νερά, να στρογγυλέψει πολλές πέτρες και να γυρίσει πολλούς μύλους ακόμα».
- Είναι γαλαζοπράσινο, τι ωραίο χρώμα! Είπε ο Φάνης
«Αυτό το χρώμα είναι από την ορμή που έχει το νερό. Εδώ επάνω η Ρούμελη είναι ανήσυχη. Πηδούν τα νερά της σαν τρελά παιδιά, μόνο στον κάμπο φρονιμεύουν. Και όσο πάνε κατά τη θάλασσα, γίνονται ήσυχα και συλλογισμένα».
Όταν έφτασαν πιο ψηλά, δεν είδαν πια τη Ρούμελη. Σε μία στροφή τους κρύφτηκε.
«Έννοια σου, Κωστάκη» είπε ο αγωγιάτης «Και θα μας βγει πολλές φορές μπροστά. Φεύγει η Ρούμελη από εδώ; Έχει να θρέψει τόσα πλατάνια, να περάσει από τόσες λαγκαδιές».