Η ΑΙΣΘΗΣΗ ΤΗΣ ΗΡΕΜΙΑΣ ΠΑΝΩ ΣΤΙΣ ΡΑΓΕΣ...

 
από τον Φωστήρα 
Μ’ αρέσει να ταξιδεύω με τρένο. Από την ηρωική εποχή που η νυχτερινή γραμμή του Λαρισαϊκού πήγαινε αγκομαχώντας τις στροφές στο Μπράλο  και η αμαξοστοιχία της Καλαμάτας (ο σταθμός της είναι πια μουσειακό απολίθωμα) πέρναγε τα χωριά του Πάρνωνα και τον μαρτυρικό  Αχλαδόκαμπο, πάνω στις ράγες και τα πέτρινα γεφύρια, που στέκουν εκεί ακόμα, από την εποχή του Τρικούπη.
Για να καταλάβετε για τι χρόνια μιλάμε, έχω ακόμα τα αποκόμματα από τα μικρά καφέ παραλληλόγραμμα εισιτήρια από σκληρό χαρτόνι, που τα ακύρωνε ο ελεγκτής με εκείνη την μυτερή ασημένια πένσα. Μάλιστα κάποια από αυτά είναι πλέον συλλεκτικά, αφού ήταν για μονόκλινη καμπίνα στις παλιές κλινάμαξες του απαρχαιωμένου πλέον στόλου του ΟΣΕ. (Ελπίζω μια από αυτές να έχει συντηρηθεί και να γερνάει ήσυχα σε κάποιο μουσείο). Επιβιβαζόμουν στην Αθήνα στις 9 το βράδυ και έβγαινα Θεσσαλονίκη στις 7 το πρωί.  
Τώρα θα με ρωτήσετε, τι διάολο μου άρεσε σ’ εκείνα τα ταξίδια που έμοιαζαν με μικρές Οδύσσειες. Είναι απλό: Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην οδό Αγαμέμνονος, στον Ταύρο, 25 μόλις μέτρα από τις σιδηροδρομικές γραμμές και την ισόπεδη διάβαση της οδού Μακεδονίας. Ο ήχος της αμαξοστοιχίας και ο τρανταγμός του σπιτιού από τη διέλευση των εμπορικών συρμών, που είχαν κατάληξη το λιμάνι του Πειραιά, ήταν το παιδικό μου νανούρισμα. Με κάποιο υποδόριο μα και υπέροχα ανεξήγητο τρόπο, εκείνος ο ήχος είχε γίνει το εισιτήριο μου για τα πιο μακρινά ταξίδια που έχω κάνει στα όνειρα μου. 
Και μου είναι αδύνατον να ξεχάσω εκείνα τα Χριστούγεννα που ο Αη – Βασίλης μου έφερε ένα ηλεκτρικό τρενάκι (της ιταλικής φίρμας LIMA) που του είχα ζητήσει. Όπως και τον οδοντωτό στα Καλάβρυτα ή τον Μουτζούρη στο Πήλιο, που μας ταξίδεψε ο πατέρας μου πριν ακόμα τελειώσω το δημοτικό. 
Ώστε ήταν τελείως φυσικό να ξεκινήσω τα πραγματικά μου ταξίδια, πρώτα στην ηπειρωτική Ελλάδα και αργότερα στην Ευρώπη με τον σιδηρόδρομο. Αμέσως διαπίστωσα ότι η υποσυνείδητη έλξη είχε κι ένα πολύ σοβαρό υπόβαθρο να θεμελιωθεί ακόμα πιο ισχυρά: Στο τρένο βρήκα άπλετο καθαρό χρόνο να σκεφθώ, να συγκεντρωθώ, να διαβάσω, να γράψω, να κοιμηθώ. Ακόμα και να ονειροπολήσω. 
Σε όλα αυτά συνεπικουρούσε ο σταθερός ρυθμικός τρανταγμός του βαγονιού πάνω στις ατσαλένιες ράγες, που κατά παράδοξο τρόπο επιβεβαιώνει ένα θεμελιώδες κεφάλαιο της Πυθαγόρειας διδασκαλίας: ότι, δηλαδή, όλα είναι δονήσεις και ρυθμός. (Είμαι σίγουρος ότι ο Σάμιος φιλόσοφος θα λάτρευε τα ταξίδια με τρένο). 
Σήμερα το express της ΤΡΕΝΟΣΕ κάνει λιγότερο από τέσσερις ώρες και βέβαια κλινάμαξες δεν υπάρχουν πια. Θεσσαλονίκη ταξιδεύω μόνο με τρένο. Εκτός του ότι επιβιβάζομαι στο κέντρο της πρωτεύουσας και αποβιβάζομαι στο κέντρο της συμπρωτεύουσας (χωρίς ελέγχους, ουρές και αναμονή), είναι αυτή η υπέροχη αίσθηση του ρυθμού και της ηρεμίας που συνοδεύει καθένα ταξίδι πάνω σε ράγες. 
Μην σας φανεί παράξενο: Η αίσθηση αυτή παράγει πνευματική ενέργεια. Είτε για να διαβάσω, είτε για να γράψω τούτες τις γραμμές, Σάββατο απόγευμα, λίγο πριν η αμαξοστοιχία περάσει τις σήραγγες των Τεμπών, στο δρομολόγιο των 17.08 με αφετηρία τη Μοναστηρίου και τέρμα το σταθμό Λαρίσης στην Αθήνα στις 9 το βράδυ. Κι ακολουθεί ένα ποτήρι ουίσκι στο μπαρ το τρένου. Καλό ταξίδι…

Διαβαστε ακομα:

ΠΟΙΟ ΚΟΜΜΑ... , Ο ΕΡΩΤΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ!