ΜΙΑ ΓΥΝΑΙΚΑ , ΜΙΑ ΜΑΓΙΣΣΑ ΑΛΛΑΞΕ ΤΟ ΘΕΑΤΡΟ

 
Στα 14 χρόνια της έπαιξε την Ιουλιέτα στο αριστούργημα του Ουίλιαμ Σαίξπηρ, μάλιστα η παράσταση δόθηκε στην Βερόνα, στον τόπο καταγωγής της ηρωίδας. Η μεγαλύτερη ηθοποιός της γης αισθάνεται λίγες μόλις ώρες πριν από την πρεμιέρα ότι δεν τον “έχει” τον ρόλο. Όπως είχε γράψει στην “Καθημερινή” πριν από 65 χρόνια ο θεατράνθρωπος Αλέξης Σολομός “...η Ελεονόρα ένοιωθε πως της έλειπε το εσωτερικό φως που θα οδηγούσε το παίξιμό της, το μαγικό φίλτρο που θα μεταμόρφωνε τη ψυχή της στη ψυχή της αγαπημένης του Ρωμαίου, κι όσο πλησίαζε το βράδυ, τούτο το λυρικό εξιδανικευμένο “τρακ” μεγάλωνε”.

 

Δεν είναι θεατρικός μύθος, είναι πραγματικότητα ότι πριν την παράσταση, η κόρη και εγγονή ηθοποιών απελπισμένη βγήκε στους δρόμους και σεργιάνιζε σίγουρη για την αποτυχία της, μέχρι που συνάντησε ένα κοριτσάκι που πουλούσε άσπρα τριαντάφυλλα. Αυτό ήταν! Η εικόνα της πιτσιρίκας με τα τριαντάφυλλα στα χέρια, την απελευθέρωσε. Της χάρισε το μυστικό κλειδί του ρόλου. Αγόρασε όλα τα λουλούδια και τα σκόρπισε στο καμαρίνι της και μέχρι να βγει στη σκηνή ανάπνεε και εμπνεόταν από τα τριαντάφυλλα. Το θέατρο δεν ξανάδε την τέλεια Ιουλιέτα όπως την έδωσε η προικισμένη ντίβα της σκηνής, η Ελεονόρα Ντούζε. Γεννήθηκε Οκτώβριο του 1858, πέθανε το 1924, σήμερα 20 Απριλίου.

 

Ελεονόρα Ντούζε η Ιταλίδα και Σάρα Μπερνάρ η Γαλλίδα. Τα ιερά τέρατα. Έτσι θα πεις, τέρας χαρακτηρίζεις τον εκτός ανταγωνισμού ταλαντούχο, με τον περίεργο, εντελώς ασυνήθιστο χαρακτήρα σαν άτομο. Είναι τέρας σε συμπεριφορά, όμως ιερό τέρας διότι διαθέτει το προνόμιο του χαρισματικού. Αυτές οι δύο, η Ντούζε και η Μπερνάρ, ο ορισμός της αντιπαλότητας. Ο κόσμος στα χρόνια τους ζούσε με το ερώτημα ποια είναι η καλύτερη.

Κάποτε όλοι συμφώνησαν. Νικήτρια και με διαφορά η Ιταλίδα, πρώτη αυτή επέβαλε το απλό, το “φυσικό” τρόπο παιξίματος στο σανίδι, χωρίς ρητορική υποκριτική, χωρίς στόμφο. Το “ντέρμπυ” τους δόθηκε σε δύο θέατρα στο Λονδίνο, τόσο κοντά το ένα με το άλλο, όταν έπαιζαν ταυτόχρονα το ίδιο έργο, το Η Κυρία με τις Καμέλιες του Αλέξανδρου Δουμά, του υιού.

''Αν άκουγα την καρδιά μου... '', έλεγε η μυθική και αξεπέραστη Ιταλίδα ηθοποιός Ελεονόρα Ντούζε, ''... θα ζούσα στη θάλασσα, σ' ένα καράβι μέσα, δίχως ποτέ να σιμώνω την ανθρωπότητα. Μοναδική ευτυχία να κλείνει κάποιος την πόρτα του και να δημιουργεί. Να δημιουργεί ζωή, σε μια απομόνωση από τη ζωή''.

Όταν θες να γράψεις για κάποια άτομα εκτός μέτρου, χαρισματικά από άγνωστες δυνάμεις, φρόνιμο είναι να κρύβεσαι εσύ. Υπάρχουν άλλοι που έχουν το δικαίωμα να μιλήσουν, η δική σου μαγκιά είναι να τους δώσεις μικρόφωνο. Τη δεκαετία του '50 ο σκηνοθέτης Αλέξης Σολομός έγραφε στην “Καθημερινή”:

«Με την Ελεονόρα Ντούζε αρχίζει το σύγχρονο θεατρικό παίξιμο, όπως με τον Ίψεν αρχίζει το σύγχρονο θεατρικό γράψιμο. Τον Νορβηγό δραματουργό μπορούμε να τον διαβάσουμε, ενώ δεν συμβαίνει το ίδιο με την Ντούζε και τον υποκριτικό τρόπο που θέσπισε. Ξέρουμε την ηθοποιό μονάχα από αρετές που θαυμάζουμε σε μερικές συναδέλφους της, στις πιο τέλειες στιγμές τους. Το εσωτερικό αίσθημα που εκφράζεται στο βλέμμα, σε αποχρώσεις της φωνής και σε ανεπαίσθητες κινήσεις. Η γλώσσα αυτή της σκηνής, η φαινομενικά ασήμαντη, που μεταφράζει όμως όλη τη σημαντικότητα της ανθρώπινης ψυχής, είναι κληροδότημα της Ντούζε.

»Αν σήμερα αντιπαθούμε το στόμφο και γυρεύουμε στο θέατρο μια αίσθηση γνώριμης ζωής είναι γιατί η Ντούζε νίκησε την Σάρα Μπερνάρ στον “δια βίου” εξολοθρευτικό αγώνα τους. Αν το συγκρατημένο, απλό, εσωτερικό παίξιμο της Ελεονόρας δεν είχε χρησιμεύσει για αντιφάρμακο στο γοητευτικό δηλητήριο της Σάρας, στην πλαστική ομορφιά της κίνησης, στη μουσική ρητορεία του λόγου, τα τελευταία αυτά θα αποτελούσαν και σήμερα το ιδανικό μας. Εμείς, όμως, τα ονομάζουμε ξεπερασμένα, παληάς σχολής δασκαλέματα. Θέλουμε τη “φυσικότητα” γιατί σ' αυτή συνηθίσαμε απ' τα παιδικά μας χρόνια».

Διαβαστε ακομα:

ΑΠΟ ΤΟΝ ΧΟΥΝΤΙΚΟ ΣΤΟΝ ΑΝΤΙΣΤΑΣΙΑΚΟ