ΑΣΘΕΝΗΣ, ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ, ΩΔΙΠΟΡΟΣ ΚΑΙ ΝΗΣΤΕΙΑ
Η λέξη "ωδιπόρος" είναι σύνθετη από την "ωδι" και "πόρος". Ο "πόρος" απαντάται στις λέξεις εύπορος και άπορος. Γνωστοί είναι και οι πόροι του σώματος. Aκόμη και ο Πόρος που είναι το μοναδικό νησί αρσενικού γένους.
H λέξη όμως "ωδι" προέρχεται από το ρήμα "ωδίνω", και έχει αρκετές σημασίες: Έχω ωδίνες, κοιλοπονώ, τίκτω, γεννώ, αλλά και επιθυμώ πάρα πολύ να φάω, κάτι όπως η εγκυμονούσα, κάνω κάτι να τρέμει, σαν την ετοιμόγεννη γυναίκα. Συχνά ακούμε ότι η έγκυος γυναίκα ζητά να φάει κάτι, για να μην "ρίξει" το παιδί, να μην αποβάλλει. Η έγκυος λοιπόν δικαιολογείται να μην νηστέψει, αν το ζητά ο οργανισμός της.
Η λέξη "ωδιπόρος" έχει και εννοιολογική συνάφεια με τη λέξη "ασθενής", καθώς και οι δύο αναφέρονται σε καταστάσεις σωματικής ανάγκης και αδυναμίας, που δικαιολογεί την κατάλυση της νηστείας. Γι' αυτό και τίθεται μεταξύ των δύο λέξεων το συνδετικό "και", που συνδέει παρεμφερείς έννοιες, αλλιώς στην περίπτωση του "οδοιπόρου" θα υπήρχε το διαζευκτικό "ή", που συνδέει έννοιες εννοιολογικά διαφορετικές; Όχι παίζουμε...
Διαβαστε ακομα: