ΤΟ ΤΙΠΟΤΑ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΠΑΝ, ΣΤΟΝ ΤΖΑΚ ΤΗΣ... ΑΛΛΗΣ ΑΜΕΡΙΚΗΣ
Στις 23 Αυγούστου 1948 έγραφε στο ημερολόγιο του: «... Στη Ρωσία δουλεύουν σα σκλάβοι για το κράτος, εδώ στην Αμερική δουλεύουν σα σκλάβοι για τα έξοδά τους. Οι άνθρωποι πηγαίνουν κάθε μέρα βιαστικά σε ανόητες δουλειές, τους βλέπεις να βήχουν πρωί-πρωί στο μετρό. Σπαταλούν τη ψυχή τους σε πράγματα όπως το «νοίκι», τα «αξιοπρεπή» ρούχα, το υγραέριο, το ηλεκτρικό, την ασφάλεια και συμπεριφέρονται όπως οι χωριάτες, και είναι τρισευτυχισμένοι γιατί μπορούν να αγοράσουν διάφορα μπιχλιμπίδια στα μαγαζιά.
»… Η ζωή μου θα είναι σ’ ένα αγρόκτημα, όπου θα παράγω ο ίδιος ό,τι θέλω να φάω. Δεν θα κάνω τίποτα, μόνο θα κάθομαι κάτω από ένα δένδρο, ενώ οι σοδειές μου θα μεγαλώνουν, θα πίνω σπιτικό κρασί, θα γράφω μυθιστορήματα για να διαπαιδαγωγώ την ψυχή μου, θα παίζω με τα παιδιά μου και θα κοροϊδεύω τους άλλους τους φουκαράδες που θα βήχουν ασταμάτητα. Και πριν καλά – καλά καταλάβουν θα πηγαίνουν όλοι μαζί με στρατιωτικό βήμα σε κάποιον ολέθριο πόλεμο που θα έχουν κηρύξει οι ηγέτες τους για να κρατήσουν τα προσχήματα. Σκατά στους Ρώσους, σκατά στους Αμερικάνους, σκατά σ’ όλους.
Παίρνουμε το μικρόφωνο από το στόμα του και κατ’ αρχήν λέμε ότι το μυθιστόρημα το έγραψε πράγματι το 1951. Κι όταν κατάφερε να βρει εκδότη μετά από έξι χρόνια, το βιβλίο αυτό, On The Road, Στο Δρόμο, έγινε η βίβλος της «άλλης» Αμερικής. Το ευαγγέλιο της γενιάς των μπήτνικ, ενός κινήματος με αναμφισβήτητο αρχάγγελο τον Τζακ Κέρουακ, τον συγγραφέα του ''Στο Δρόμο''. Πέθανε στις 21 Οκτωβρίου 1969, και με αφορμή τα 46 χρόνια από το θάνατό του ο αποδυτηριάκιας θα ασχοληθεί και μ’ αυτόν και μ’ όλη τη συμμορία του μπήτ, που ακόμα συγκινεί, ακόμα ζει, ακόμα προκαλεί.
Δεν μειονεκτεί σε φιλολογία και μυθολογία και κατά καιρούς επιθέσεις μνήμης από ιστορικούς και διανοητές, καλλιτέχνες και λογοτέχνες, ο θάνατος του Τζακ Κέρουακ μ’ αυτούς του Τζων Κένεντυ και της Μαίρυλιν Μονρόε. Μιλάμε για εμβληματική φιγούρα, έναν πλέον επιφανή Αμερικάνο συγγραφέα που η αληθινή ζωή του, από την αλητεία μέχρι τον αλκοολισμό, δεν έχει μεγάλη απόσταση από τους ήρωες των μυθιστορημάτων του.
Ποιοι ήταν οι beat, οι beatniks, που έσκασαν μύτη πριν από τους hippys, και επηρέασαν αποφασιστικά την αμερικάνικη συνείδηση, όπως καταγράφεται στη μουσική και το σινεμά; Και γιατί από την πρώτη στιγμή χαρακτηρίστηκε απόλυτος μπήτνικ ο αποδυτηριάκιας; Επειδή ο αποδυτηριάκιας επιτόπου θεωρήθηκε κι αυτός αντισυμβατικός, αναρχικός, αντικαθεστωτικός, ενάντια σε κάθε τι καθωσπρέπει, όπως η παρέα του Τζακ Κέρουακ, του αρχηγού, του ευαγγελιστή των beatniks.
Θρύλος είναι το βιβλίο On The Road, Στο Δρόμο. Αυτή είναι η σκέψη του Jack Kerouac, ενός ατόμου που ένοιωθε την ελευθερία του δρόμου. Η επιθυμία για το ταξίδι χωρίς προορισμό, χωρίς επιστροφή. Στο δρόμο να βρίσκεται, στο δρόμο να τρέχει με το αυτοκίνητο, χωρίς να ψάχνει κάτι.
Ο κόσμος δεν μάς ανήκει, θα σου πει ο Κέρουακ, δικός σου είναι μόνο ο ανοικτός δρόμος που σου επιτρέπει να κάνεις ό,τι γουστάρεις και να παίρνεις δύναμη για τη ζωή, δηλαδή να μπεκροπίνεις, να γαμάς μουνιά ασύστολα, να διαλογίζεσαι με τον Βούδα και να καταπίνεις όσα χάπια παραισθησιογόνα βρίσκονται μπροστά σου… Αυτή είναι η ζωή, κατά τον Κέρουακ, σε μετάφραση του αποδυτηριάκια.
Ο ίδιος ο Κέρουακ, σε ηλικία 27 χρόνων, στο ημερολόγιο του έγραψε: «Περπατάω στο σκοτάδι και κανείς δεν μπορεί να με βοηθήσει παρά μόνο ο τρελός μου εαυτός. Θέλω να επικοινωνήσω με τον Ντοστογιέφσκι στον ουρανό. Υπόσχομαι ότι θα πεθάνω ουρλιάζοντας και γελώντας...».
Τα ημερολόγια του Κέρουακ δεν έχουν εκδοθεί, μιλάμε για 200 τόμους. Είχαν φυλαχθεί σε θησαυροφυλάκιο και ανήκαν στην γυναίκα του η οποία δεν ήθελε να δημοσιοποιηθούν μέχρι το θάνατό της. Η Σταυρούλα Σαμπατάκου, αυτή ήταν η τρίτη σύζυγος του Τζάκ, η Στέλλα Σαμπάς, τέσσερα χρόνια μεγαλύτερή του, πέθανε πριν από 20 χρόνια και τότε ανοίχτηκαν τα ημερολόγια του ανθρώπου του δρόμου. Του δρόμου κι ό,τι συμβολίζει αυτό.
Γουστάρω τον Βούδα, γράφει ο Τζάκ Κέρουακ, κτυπημένος από αποδυτηριακισμό, διότι κι αυτός διάβασε Αποδυτηριάκια πριν ακόμα εμφανισθεί στον «ΦΙΛΑΘΛΟ». Τον Βούδα επειδή ο Φωτισμένος, ο Αφυπνισμένος είπε πώς ό,τι είπε δεν ήταν αλήθεια, ούτε ψέμματα. Αυτό, λέει ο Κέρουακ, είναι το μοναδικό αληθινό, το μόνο σωστό πράμα που άκουσα ποτέ και ηχεί σαν καμπάνα από σύννεφα, ένα ισχυρό υπερκόσμιο γκονγκ. Αποστολή σου είναι να αφυπνισθείς. Η φώτιση δεν έρχεται καθώς στοχάζεται με το χέρι στο μάγουλο. Όχι. Η φώτιση έρχεται εκεί που μασάς ένα ροδάκινο ή καθαρίζεις μια μπουκωμένη ξυλόσομπα βλαστημώντας.
Έγραψε τους Αλήτες του Ντάρμα, μετά την επαφή του με το βουδισμό. The Darma Bums. Και την Σούτρα της Χρυσής Αιωνιότητος, κι αυτό το βιβλίο επίσης σχετικό με το βουδιστικό διαλογισμό. The Big Sur. Φοβερά πράγματα. Πήγε και άραξε τρεις μήνες σ’ ένα βουνό κι ενώ μαγείρευε κονσέρβες και κτυπούσε μύγες, δηλαδή τίποτα το αξιόλογο, διότι σύμφωνα με το βουδιστικό πνευματισμό το τίποτα είναι το παν. Εκεί, λοιπόν, στην ερημιά και στα υψηλά περίμενε να τον βαρέσουν οι εκλάμψεις και να ξυπνήσουν τη σκέψη του, να την προσγειώσουν στις αρετές της ινδικής φιλοσοφίας. Και μετά επέστρεψε στην πόλη. Από τον απομονωτισμό και τη νιρβάνα στη χυδαιότητα της καθημερινότητας για να συναντηθεί όχι με τον Θεό, αλλά με τον εαυτό του, δηλαδή τα ποτά, τα τσιγάρα και τα ναρκωτικά.
Η αγία τριάδα των μπήτνικ είναι ο Τζακ Κέρουακ, ο Ουϊλιαμ Μπάροουζ και ο Αλαίν Γκίνσμπεργκ. Φιλαράκια. Η παρέα. Η αποθέωση της χημείας. Ο ένας έδινε στον άλλον και ο καθένας έπαιρνε από τον άλλον. Τρεις διαφορετικοί τύποι, από διαφορετικές αφετηρίες. Τους ένωσε η ποίηση, η λογοτεχνία και πάνω από όλα το αλκοόλ, η τζαζ, τα ναρκωτικά, ο βουδισμός και το σεξ. Και το ''μακριά από την πόλη'', η οποία πόλη δεν σου δίνει το νόημα της ζωής. Αυτοί οι τρεις, και μετά στο συνάφι κόλλησαν κι άλλοι, ο Γκρέγκορυ Κόρσο, ο Πήτερ Ορλόφσκι, ο Λώρενς Φερλιγκέτυ, η Αν Ουώλντμαν, και ο Χέμπερτ Χάνκε, ένας «αντιστασιακός» ομοφυλόφιλος και νονός της Beat, της λέξεως που εκφράζει την καταπιεσμένη γενιά τους.
Ο Αλαίν Γκίνσμπεργκ, εβραιόφατσα της αριστεράς, είναι ο συγγραφέας του περιβόητου Ουρλιαχτού, ενός επικού ποιήματος διαμαρτυρίας για τον καταναλωτισμό κι αυτός, κατά κάποιο τρόπο, δένει τους χίπυ με τους μπήτνικ. Πριν την πέσει στον βουδισμό είχε προσπαθήσει να αλλάξει τον κόσμο. Στην Ελλάδα είχε έρθει το 1962 και φιλοξενήθηκε από τον Έλληνα μπήτνικ Πάνο Κουτρουμπούση.
Βεβαίως έφθασε και στην Ελλάδα το κίνημα των μπήτνικ και, βέβαια, επειδή οι προφήτες και οι ιερείς του κινήματος στις ΗΠΑ ήταν διανοούμενοι, εδώ ακούμπησε πλουσιόπαιδα, κάποιους μποέμ που έκαναν το πέραν από τα κόμματα κυριλάτο χαβαλέ τους σε διάσταση κοινωνικής ανατροπής. Κορυφαίο άτομο ο πασίγνωστος Σίμος ο Υπαρξιστής, κατά κόσμον Σίμος Τσαπνίδης, που ως άλλος Διογένης της αρχαιότητος, έμενε σε ξύλινη παράγκα στου Ψυρρή, το «γήπεδο» των υπαρξιστών.
Επιστροφή στον Τζακ Κέρουακ. Όλα ξεκίνησαν από έναν αξιολάτρευτο αλανιάρη, με το όνομα Νηλ Κάσαντυ. Η προσωποποίηση του ξέγνοιαστου καβαλάρη. Ο τύπος. Το άτομο. Ο αδελφός για τον Τζακ Κέρουακ. Τον άκουγε και τον χαιρόταν τον Νηλ. Αυτός πρέπει να οδήγησε την σκέψη του Στο Δρόμο. Στην ελευθερία του δρόμου. Στη δραπέτευση από την πόλη. Στο περιθώριο. Στη ζωή έξω από τη «ζωή». Δύο είναι οι ήρωες του μυθιστορήματος ''Στο Δρόμο''.
Ο ένας είναι ο ίδιος ο Κέρουακ, με το όνομα Σαλ Παραντάιζ και ο άλλος ο Νηλ Κάσαντυ, με το όνομα Ντην Μοριάρτυ. Κι αυτός, ο Ντήν, δηλαδή ο Νηλ, έγινε το είδωλο, η μόδα της επόμενης δεκαετίας στις ΗΠΑ κι όχι μόνον. Ο Μπραντ Πητ θα έπαιζε το ρόλο στο σινεμά, αλλά τελικά δεν την έκανε την ταινία ο Φράνσις Φορντ Κόπολα.
Το Νο2 της παρέας είναι ο αριστοκρατικής καταγωγής Ουϊλιαμ Μπάροουζ, μέγιστη κωλόμπα, πεθαμένος κι αυτός, όλοι έχουν πάει στον παράδεισό τους. Δεν το είπαμε αυτό. Δεν υπάρχει κόλαση για τους μπήτνικ. Ούτε παράδεισος. Υπάρχει για τον καθένα ο δικός του παράδεισος.
Ο Μπάροουζ τρέλανε την Αμερική με το έργο του Junky, έναν ύμνο για τα πρεζόνια της ηρωίνης. Το Junky εκδόθηκε με πρόλογο του ποιητή Αλαιν Γκίνσμπεργκ κι εδώ απλά αναφέρουμε ότι θα αποφύγουμε τα προσωπικά τους ανομολόγητα, τα σεξουαλικά κολλητηλήκια μεταξύ τους, αδιάφορο στους ίδιους αν έβγαιναν όλα στον αέρα. Πάντως, τα παιδιά, ό,τι κάνανε, από παρτούζες μέχρι μεθύσια μέχρι τελικής πτώσεως, το έκαναν σκόπιμα, όχι από εθισμό. Έτσι, για να ξεπεράσουν τα όρια, να φθάσουν σε παραληρηματικές καταστάσεις και εκτός εαυτού, αλλοπαρμένοι, να συναντούν πνευματικά ό,τι δεν μπορεί να τους δώσει η κονσερβοποιημένη ζωή.
Ο Τζακ Κέρουακ ζει. Για τους φανατικούς θαυμαστές του, που νοιώθουν προσκυνητές του, και κάθε χρόνο, την ημέρα του θανάτου του, μαζεύονται και κάνουν ένα μνημόσυνο πίνοντας και διαβάζοντας κείμενα από τα έργα του. Καναδικής καταγωγής ο Κέρουακ γεννήθηκε στο Λόουελ της Μασαχουσέτης και πέρυσι, στα 50 χρόνια από το θάνατο του, έγινε της πουτάνας το μαγκάλι. Στο ρεστωράν που πήγαινε και είναι ελληνικής ιδιοκτησίας. Κι άλλο τεράστιο γλέντι έγινε στο μπαρ της περιοχής που σύχναζε, κι εκεί, επίσης ελληνικής ιδιοκτησίας, υπάρχει εκτεθειμένη η σχολική τσάντα που πήγαινε στο γυμνάσιο ο Τζακ.
Φοβάμαι ότι δεν χώρεσαν στο σεντόνι όλα όσα αξίζει να γραφτούν, όχι τόσο για τον Τζακ Κέρουακ, όσο για τη σφραγίδα που έπεσε στην Αμερική, χωρίς εκείνος να το επιδιώξει. Οπότε θα επανέλθω την προσεχή Κυριακή.