ΡΕ, ΑΛΛΑΧ, ΠΛΑΚΑ ΜΑΣ ΚΑΝΕΙΣ;
Όταν έχεις καθαρή ψυχή, όπως ο Γιώργος Παρασκευάς, τότε σου επιτρέπεται και διάλογο να κάνεις με ανοιχτά χαρτιά με τον ίδιο τον Θεό, και να τα γράφεις όλα, όπως σ’ αυτό το κείμενο, ένα ακόμα του γκουρού που αναδημοσιεύει ο apodytiriakias.gr.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Είναι κι αυτή η υπόθεση της ύλης κόντρα στο Πνεύμα. Βέβαια, οι βιολόγοι διαφωνούν. Όλα, λένε, είναι η αλυσίδα του DNA. Δεν υπάρχει πνεύμα τουλάχιστον όπως το φανταζόμαστε. Γενικό κουμάντο κάνει το μπεγλέρι της ζωής, ο αρχικουμανταδόρος της φύσης, το DNA.
Ας το πιστεύουνε, δικαίωμά τους. Η πλειοψηφία πιστεύει διαφορετικά. Εδώ υπάρχει ένα παράδοξο. Η αθανασία της ψυχής είναι η μόνη περιοχή που οι εγωιστές και η θρησκεία συμφωνούν. Οι μεν εγωιστές, διότι δεν μπορούν να διανοηθούν ότι ο εαυτούλης τους θα εξαφανιστεί σαν καπνός από σέρτικο τσιγάρο σε δυνατό άνεμο, ενώ η θρησκεία για τους δικούς της λόγους.
Ας δούμε την βασική θέση της δικής μας θρησκείας. Ο άνθρωπος γεννιέται και έχει μέσα του πνεύμα, ψυχή. Θα ήταν πιο κομψό, και ίσως πιο σωστό, αν λέγανε ότι η ψυχή έρχεται στον κόσμο με ένα υλικό περίβλημα, αλλά ας μη γυρεύουμε ψύλλους στ’ άχυρα.
Γεννιέται, λοιπόν, ο άνθρωπος, ζει την ζωή του και πεθαίνει. Στο τέλος της ημέρας κρίνεται και ο Θεός αποφασίζει αν η ψυχή του θα μπει στη βασιλεία των ουρανών, ή αν θα σταλεί στο πυρ το εξώτερον. Παρεμπιπτόντως, και τα δύο είναι αιώνια. Πολύ απλά τα λέμε, αλλά ο χώρος το επιβάλλει.
Ας αφήσουμε προς το παρόν την τεράστια αντίφαση της ιδέας του τιμωρού Θεού με την ιδέα της φιλευσπλαχνίας και της παναγάπης. Ας πάρουμε ένα παιδί που γεννιέται σ’ ένα μέρος όπου κυριαρχεί η βία, λόγου χάριν στην Παλαιστίνη. Γεννιέται ένας Παλαιστίνος και από τον καιρό που αρχίζει να καταλαβαίνει τον κόσμο του, τον τρομπάρουμε με μίσος. Οι Εβραίοι μας πήρανε τη γη, οι Εβραίοι σκότωσαν χιλιάδες δικούς μας, οι Εβραίοι το ένα, οι Εβραίοι το άλλο.
Το μίσος τρέχει από την κελεμπία του, το παλληκάρι δεν έχει ακούσει τίποτα άλλο στη ζωή του, εκτός από συναισθήματα για την Ισλαμική Τζιχάντ. Μια μέρα φέρνουνε τον πατέρα του, ή τον αδερφό του, σκοτωμένο. Πάνω στην οργή του παίρνει ένα καλάσνικοφ και το αδειάζει πάνω σε μια περίπολο Εβραίων. Σκοτώνει ένα – δύο, αλλά σκοτώνεται κι ο ίδιος.
Πάει, λοιπόν, στον κριτή του. Αλλάχ τον λέει αυτός, Θεό τον λέμε εμείς. «Τα έφτυσες! Μπαίνεις στον πύρινο κουβά, αγόρι μου...», του λέει ο Αλλάχ, «... μίσησες και σκότωσες, ενώ έπρεπε ν’ αγαπήσεις τους εχθρούς σου».
Έχει ή δεν έχει δικαίωμα ο Παλαιστίνιος να πει: «Καλά, ρε Αλλάχ μου, πλάκα μου κάνεις; Από την μήτρα της μάνας μου είχα μάθει τον εθνικό ύμνο της Χεζμπολλάχ. Μια ζωή με πελεκούσανε ότι ο ιερός πόλεμος ήτανε στ’ όνομά σου και τώρα εσύ μου λες ότι ήτανε προπαγάνδα του διαβόλου; Μα, αν νοιαζόσουνα για μένα, γιατί δεν κανόνισες τη δουλειά για να γεννηθώ σε ένα ειρηνικό μέρος, σ’ ένα μέρος όπου κυριαρχεί αυτό το άγνωστο σε μένα πράγμα που εσύ λες αγάπη; Με το συμπάθιο, Αλλάχ μου, αλλά δεν σφύριξες σωστά. Ήσουνα άδικος και ζητώ επανάληψη του αγώνα σε ουδέτερο γήπεδο»!
Την καλύτερη πουτάνα πλήρωσε ο πατέρας μου
Γεννιέται ένα παιδί από λεπρούς γονείς. Το μόνο συναίσθημα που συναντά είναι οι οίκτος και η απέχθεια των άλλων. Το μόνο αίσθημα ο πόνος. Πονάει σωματικά και ψυχικά. Δεν έχει την ευκαιρία να κάνει κακό. Το μόνο που κάνει στη ζωή του είναι να πονέσει, να κλάψει, να πεινάσει και να σκεφτεί «γιατί εγώ;». Η κακία, η απληστία, τα κακά συναισθήματα γενικά, δεν είχαν αγγίξει την ψυχή του, που είχε χώρο μόνο για πόνο.
Πεθαίνει ο νεαρός λεπρός, άσπιλος και αμόλυντος από αμαρτία. Πού αναμένεται να πάει; Στον παράδεισο, μας λένε. Μα, τότε, ένας κροίσος θα έχει παράπονο, και δικαιολογημένα. Θα πει στον Θεό: «Κάτσε, ρε, γκοντ, κάπου έχεις άδικο. Με στέλνεις εμένα σε μια οικογένεια κροίσων. Γεννήθηκα με το χρυσό κουτάλι στο στόμα, μ’ ένα μάτσο πεντοχίλιαρα στο ένα χεράκι και τίτλους μετοχών στο άλλο. Σαν βρέφος δεν έλεγα «ουά-ουά», αλλά «πόσα – πόσα». Οι γκουβερνάντες μου δε με άφηναν να παίξω με φτωχά μωρά γιατί βρωμούσανε, θα με κολλούσανε αρρώστιες».
«Πήγα σε ιδιωτικό σχολείο όπου το μόνο που έμαθα ήτανε να υπολογίζω τόκους. Όταν έγινα 16 χρονών, ο πατέρας μου με πήρε μαζί του σ’ ένα ταξίδι και πλήρωσε την καλύτερη πουτάνα για να μου πάρει την παρθενιά. Το μηνιαίο χαρτζηλίκι μου αρκούσε για να ζήσει μια οικογένεια πληβείων για ένα χρόνο. Δεν με μάθανε να βλέπω ανθρώπους, αλλά αντικείμενα. Μεγάλωσα σε ένα περιβάλλον όπου το να πατάς επί πτωμάτων ήτανε η υπέρτατη αρετή».
Με Θεό αλήτη πάω στον αρχιδιαιτητή!
«Μα τι μου λες τώρα, μίστερ God, ότι πρέπει να πάω στην κόλαση; Και γιατί δεν κανόνισες για να γεννηθώ σε μια οικογένεια λεπρών, να περάσω λίγα χρόνια με πόνο και μετά να αποκτήσω την αιώνια βασιλεία των ουρανών; Με έστησες, αλήτη! Ξέρεις, ρε Θεέ, έχω γνωρίσει πολλούς κριτές, διαιτητές της πλάκας σαν και του λόγου σου. Τους πλήρωνα μια ζωή για να σφυρίζουνε υπέρ των ομάδων μου. Θέλω να μιλήσω στον αρχιδιαιτητή, δεν μιλάω με τσογλάνια. Φύγε, μασκαρά».
Έχουνε, ή δεν έχουνε δίκιο ο Παλαιστίνιος και ο Κροίσος; Εκ φύσεως δεν είμαι βλάσφημος, αλλά προσωπικά απορρίπτω τέτοιον Θεό ως εφεύρεση της πλάκας, ως δημιούργημα ανθρώπων των οποίων τα συμπλέγματα ενοχής βρήκαν διέξοδο στην τρομοκράτηση και την πνευματική υποδούλωση των μαζών. Με τέτοιο Θεό δεν είναι πλήρως αδικαιολόγητος ο αθεϊσμός.
Μας λένε ότι ο Θεός δίνει απόλυτη ελευθερία και εναπόκειται εις τον καθένα πώς να την χρησιμοποιήσει. Βλακείες! Ποια ελευθερία, όταν ο κάθε άνθρωπος καταδυναστεύεται από το περιβάλλον του, όταν η διάπλαση του ψυχικού κόσμου του καθενός από μας είναι στα χέριαάλλων;
Απόλυτη ελευθερία δίνει ο Θεός, ναι, αλλά ΠΟΙΟΥ είδους;
Διαβάστε ακόμα: