ΣΑΝ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΤΗΝ ΕΙΔΕ ΗΛΙΟΣ
γράφει ο Στάθης Τσαγκαρουσιάνος
Πώς τα μπάλωσα με τις γυμνές ψυχές και τις κορμάρες των social media. Ήμουν πολύ μαγκωμένος με το facebook, βασικά διότι είμαι μυγιάγγιχτος. Ή μάλλον ήμουν. Νόμιζα ότι ο ιδιωτικός χώρος είναι απαραβίαστος και τα κρυμμένα πράγματα γοητευτικά. Κολλήματα της γενιάς μου, που κάτω από το χαλάκι έσπρωχνε τις πομπές της. Μετά, μια μέρα, διάβασα μια δήλωση του Ζούκερμπεργκ, που τον κατηγορούσαν για παραβίαση προσωπικών δεδομένων στο facebook.
«Μπαίνουμε σε μια εποχή μεγαλύτερης διαφάνειας, όντως» είπε. «Αλλά γιατί αυτό είναι τόσο κακό; Μη έχοντας να κρύψουν πολλά πράγματα οι άνθρωποι, ίσως γίνουν γρηγορότερα ο εαυτός τους» (δεν τα είπε έτσι ακριβώς, αλλά, εν πάση περιπτώσει).
Έκανα λογαριασμό, κυρίως για να δω τι τρέχει, και ψιλοφρίκαρα. Να οι φωτογραφίες, να το check in, να το δικαίωμα του άλλου να σου τη λέει κατάμουτρα, να τα γούστα σου, διασυνδεδεμένα, όλα στο πιάτο. Ολοκληρωτισμός! Και το κυριότερο, σάλα-τραπεζαρία ένα. Όλοι ισοδύναμοι. Γύρισα στην καθέδρα μου και άφησα τον λογαριασμό σε νάρκη. Όταν, όμως, χρειάστηκε να αποκτήσω ένα κάποιο timeline για να μαθαίνω ειδήσεις και αντιδράσεις που τα παραδοσιακά μέσα ανακαλύπτουν ληγμένες, αναγκάστηκα να ακολουθήσω μερικά media. Kαι μετά ακολούθησα ανθρώπους. Και κατέληξα να ακολουθώ φίλους.
Σιγά-σιγά, σαν την παρθένα που δεν την έχει δει ο ήλιος, εδέησα να βάλω τη φωτογραφία μου. Να λέω κι ένα γεια. Να ανεβάζω φωτογραφίες του σπιτιού μου ή της ζωής μου. Διστακτικά, ακόμα. Σε τρουά-καρ, με σκιές. Όπως ο καρδιοπαθής βάζει το πόδι του στην παγωμένη θάλασσα. Άρχισα να γράφω καθημερινά πράγματα που τα αισθανόμουνα – αν και τα περισσότερα τα έσβηνα μετά, διότι δεν τα έβρισκα εξόχως συγκλονιστικά.
Όμως βαθμηδόν οι αντιστάσεις πέφτουν. Το καταληκτήριο αίσθημα είναι αυτό: ας μάθουν όλοι επιτέλους τι ύψος και τι βάρος έχω, πόσο νωθρός, χαζός ή έξυπνος είμαι, τι φόβοι, τι ποιήσεις, τι ανοησίες με ορίζουν, ότι έχω μια ελιά κάτω από τη μασχάλη και ούτω καθεξής – για να τελειώνουμε μια ώρα αρχύτερα. Είναι ίσως παράδοξο να το λέω εγώ αυτό, που πριν από 35 χρόνια είχα μια στήλη στην «Ελευθεροτυπία» που ήταν προάγγελος του πιο ξεσαλωμένου προσωπικού μπλογκ – και όπου έγραφα, υποτίθεται, τα πιο μύχια, εξομολογητικά πράγματα, όπως περίπου εκθέτουν ξεδιάντροπα και αενάως την καρδιά τους και τον κώλο τους τα πιτσιρίκια σήμερα.
Η αλήθεια όμως είναι ότι εκείνη η εξομολόγηση ήταν ορμητική μεν, αλλά υπολογισμένη στο έπακρον. «Για να μη νιώσει ο καταστηματάρχης που στο βάθος κάθονταν». Και για να φτιαχτεί όσο γίνεται καλύτερα η φτωχή, μικρή περσόνα μου. Λένε ότι είναι αγαθόν το εξομολογείσθαι. Αλλά δεν είναι λίγο ύποπτο να εξομολογείσαι από το πρωί ως το βράδυ;
ΠΗΓΗ: http://www.lifo.gr