ΤΡΕΛΕΣ ΚΑΙ ΦΟΥΝΤΕΣ ΣΤΟ ΛΟΝΔΙΝΟ

 

Δεν υπάρχει άλλος στη γη όλη να γράφει τόσο απολαυστικά αλλά και τόσο... απαγορευτικά, όμως χωρίς να σοκάρει. Τελικά,  δύσκολα να βρεθεί κάποιος να χαρακτηρίσει... τολμηρό και άσεμνο τον Γιώργο Παρασκευά, ακόμα κι αν στο γραπτό του ξεπερνάει τα συμβατικά όρια. Για πάρτη σας ένα ακόμα διαμάντι με την υπογραφή του γκουρού, ο οποίος πολλές φορές έχει αναφερθεί στη Συντέλεια του Κόσμου.

γράφει ο αλησμόνητος γιώργος παρασκευάς

 

 

Γιατί έχετε φαγωθεί με τη συντέλεια, μωρέ; Μήπως έχετε καταλάβει περί τίνος πρόκειται; Μα, πριν συζητήσουμε σοβαρά το τέλος του κόσμου, πρέπει να καταλάβουμε για ΤΙ ακριβώς μιλάμε. Θα σας εξηγήσω, αλλά προειδοποιώ ότι έχω κέφια για μεγάλες παρενθέσεις. Προσέξτε, λοιπόν, για να συλλάβετε μια κι έξω τι εστί συντέλεια:

Ξαφνικά βρισκόμαστε σ’ ένα μεγάλο λειβάδι. Δεν μιλάμε για ένα κανονικό λειβάδι σε λογικά πλαίσια, ας πούμε στην Αράχωβα, αλλά σε ένα και γαμώ τα λειβάδια στο αμερικάνικο Midwest ή στον Καναδά. Δεν υπάρχουν όρια σου λέω, παιδί μου, όπου κοιτάξεις, όπου κι αν φτάσει το ματάκι σου, σκέτο λειβάδι – πράσινη απεραντοσύνη.

Μμμμ… Μυρίζεσαι το γρασίδι και τον καθαρό αέρα και καυλώνεις! Παρένθεση πρώτη: Στο Λονδίνο, στις 27 Ιουλίου 1976 είχα δοκιμάσει για πρώτη και τελευταία φορά ελ-ες-ντι! Είπαμε: Ή παίζουμε, ή δεν παίζουμε. Όλα θα τα πούμε, με μόνη εξαίρεση το αν υπήρξα, ή δεν υπήρξα, μπουκ.

Υποπαρένθεση: Ο λόγος που ποτέ δεν θα αποκαλύψω αν υπήρξα, ή όχι, μπουκ, είναι για να παρατείνεται το μυστήριο! Οι μισοί με έχουνε για μπουκ, οι άλλοι μισοί για παίκτη στοιχημάτων. Δεν θέλω να απογοητεύσω κανέναν! Είμαι ό,τι με θέλει ο καθένας να είμαι. Η αρχέγονη πουτάνα που κάνει τσιμπούκι στην φαντασία ολονών. Μόνο που έχω μια παράκληση γι’ αυτούς που με κυνηγάνε εδώ και τέσσερα – πέντε χρόνια: Μέχρι τώρα έχετε πιάσει το αριστερό μου αρχίδι, παιδιά, παρακαλώ πιάστε και το δεξί, διότι παραπονιέται αβέρτα ότι έχει μείνει εκτός κόλπου. Δεν επιτρέπω μεροληψία με τ’ αρχίδια μου! Κλείνει η υποπαρένθεση κι επιστρέφουμε στην κύρια.

Όταν ήμουνα στο Λονδίνο, λοιπόν, την δεκαετία του ’70, κάναμε πολλές τρέλλες. Φουμέρναμε και φούντα κάπου-κάπου, όλος ο καλός κόσμος το έκανε. Κάποια στιγμή είχε προστεθεί στην παρέα μας ένας Αμερικανός… καρδιοχειρούργος που ήτανε πολύ μερακλής! Στο λόγο της τιμής μου, σας λέω. Εβραιόπουλο ήτανε, λαμπρός επιστήμονας, αλλά ποτέ δεν έλεγε «όχι» στο χορτάρι. Μόνο με τσιγάρα και λίπος έβγαζε σπυράκια!

Κάθε Σαββατοκύριακο βρισκόμασταν, φουμέρναμε, και όταν μιας έπιανε η λιγούρα καταλήγαμε σε εστιατόρια του «κυκλώματος», κυρίως στο Hungry Years (Χρόνια πείνας!) στο Earl’s Court όπου τρώγαμε τον αγλέουρα βλέποντας μίκυ-μάους στο ταβάνι και ακούγοντας εκκωφαντικό ρολ εν ρολ. Ω, ρε μανούλα μου, τι χρόνια ήσαν εκείνα! Τι μουσική, τι φούμες, τι μάσες (και ΤΙ βαρβάτα μπάι-μπας αργότερα, μαλακισμένε!).

Ένα βράδυ είχε γίνει της αισχρής πουτάνας. Υπάρχουν οι καθωσπρέπει, αλλά και οι αισχρές πουτάνες! Είχαμε πάει λιώμα σ’ ένα μπαρ στο Σόχο και ρουφούσαμε το Southerm Comfort σαν σφουγγάρια. Κάποια στιγμή βγήκα έξω για να τσεκάρω το αμάξι μου, κι όταν δεν το βρήκα, έκατσα σταυροπόδι και χτυπιόμουνα, αφ’ ενός διότι είχε λήξει η ασφάλεια και αφ’ ετέρου διότι δεν μπορούσα να δώσω κατάθεση στους μπάτσους μαστούρης και σουρωμένος.

Rolling Stones, Pink Floyd και Frank Zappa

Όταν ήρθαν οι άλλοι και μου είπαν ότι το αμάξι μου ήταν στο σπίτι, ότι είχαμε έρθει με ταξί, ξάπλωσα στο πεζοδρόμιο, ανάμεσα στις κουτσουλιές των περιστεριών της πλατείας Τραφάλγκαρ, κι άρχισα να κλαίω με αναφυλλητά!!! Εκείνη τη στιγμή ο καρδιοχειρούργος μου είπε: «Shit, man, you have to try acid, you have the right credentials» (Χέστα, δικέ μου, πρέπει να δοκιμάσεις LSD, έχεις τα κατάλληλα διαπιστευτήρια).

Ούτω και έγινε, 2-3 χρόνια αργότερα. Όταν στο ζενίθ του αλλόκοτου βλέπαμε τα πόδια μας να μακραίνουν και να βγαίνουν από τα παράθυρα, και τον τοίχο να πάλλεται με τα ηχητικά κύματα των Rolling Stones, Pink Floyd και Frank Zappa, που ξεχύνονταν από κάτι γιγαντιαία ηχεία Mission πήγαμε στο απέναντι πάρκο για να παίξουμε… ρακέτες! Δεν βλέπαμε τα μπράτσα μας, ή μάλλον τα βλέπαμε εκ περιτροπής σαν κλαδιά, κροταλίες και φραντζόλες, και θα καταφέρναμε να παίξουμε ρακέτες, οι απερίγραπτοι μαλάκες!!!

Ξαφνικά είδα ένα μικρό ανάχωμα στο πάρκο, καλυμμένο με φρεσκοκομμένο, περιποιημένο γρασίδι. Δεν μπορώ να σας πω πως το είχα δει το ανάχωμα με το κουρεμένο γρασίδι, ντρέπομαι! Μόνο που έπεσα μπρούμητα απάνω του κι άρχισα να το… γλύφω! Κλείνει και η πρώτη παρένθεση, η οποία, αν θυμάστε, είχε ανοίξει με την στύση από την υποθετική μυρουδιά του υποθετικού γρασιδιού, στο υποθετικό λειβάδι στο αμερικανικό Midwest, ή στον Καναδά.

Χαλάλιν σου τζιε η σάλτσα με την κανέλλαν!

Παρακαλώ, επιτρέψτε μου να απευθυνθώ στη σεβάσμια μητέρα μου, 83 ετών, που θα διαβάσει αυτό το κομμάτι την ώρα που θα πίνει τον καφέ της και θα τρώει το παξιμαδάκι της: «Μεν κλαίεις, μάμμα, η κατάσταση έννεν τραγική. Μόνον, άμαν κάμεις μωρά στην άλλην σου ζωήν, να μεν επιμένεις να τρώσιν σπαναχόρυζον τζιε πατάτες βραστές, άμαν θέλουν μακαρόνια με σάλτσαν τομάτα, γιατί τούτες οι καταστάσεις δημιουργούν ψυχολογικά προβλήματα που εκδηλώνουνται υστερόττερα!!! Όσα μακαρόνια τζιε να ψήσεις τωρά, το πουλλίν επέτασεν, κυρία Ελλη. Χαλάλιν σου τζιε η σάλτσα με την κανέλλαν! Φιλιά…». (Όχι, ρε πούστη, δεν επιτρέπονται αυτά τα πράγματα).

Τι λέγαμε; Α, ναι: Το λειβάδι. Μια πράσινη αχάνεια. Εκατομμύρια στρέμματα. Εδώ κι εκεί υπάρχουν και δέντρα για να σπάει η μονοτονία και να κάθονται τα χελιδόνια και τα σπουργίτια. Κοιτάξτε, δεν θέλω τα πουλάκια μου να κάθονται χάμω, διότι το γρασίδι είναι ψηλό και μπορεί να κρύβονται μπόσικοι γάτοι που να τα πνίξουν. Καταλάβατε; Υπάρχουν και αμέτρητα ζώα στο απέραντο λειβάδι. Εκατομμύρια αγελάδες, πρόβατα και καμία δεκαριά αγέλες βίσωνες.

Συνεχίζουμε αύριο, αλλά σας προειδοποιώ: Θα γραφτούν πολύ αλλόκοτα πράγματα. Αν σας ενοχλούν τα σκατά του βίσωνα, μην διαβάσετε αυτή την στήλη. (Ξέρω πως εσύ εν να την θκιαβάσεις, μάμμα μου!!!). Τουμόρροου, που λένε στα πλεόμενα μπουρδέλα του Μισισσιπή.

Διαβαστε ακομα:

ΜΙΑ ΓΟΡΓΟΝΑ ΕΛΕΥΘΕΡΩΝ ΗΘΩΝ