ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΜΟΥ ΤΟ ΣΤΡΗΠΤΗΖ

 

Τελειώνει το ματς και η ομάδα μέσα στην έδρα της χάνει από κατώτερη αντίπαλο. Ο κόσμος φεύγει φαρμακωμένος από το γήπεδο και δεν έχει διάθεση ούτε να ρίξει μπινελίκια σε παίκτες και προπονητή. Άσε ότι δεν έδωσε δικαιώματα ο σφυρικτράκιας και έκοψε στην μέση το καρπούζι, και τα σπόρια όλα τα έδωσε στην ομάδα μας. Και τι διαβάζει ο κόσμος την άλλη μέρα στις φυλλάδες; Τη γνωστή παπαριά που συνήθως λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις οι προπονητές. Έτσι και ο δικός μας. ''Ξεχάστε την ήττα! Ξεχάστε την κακή σας εμφάνιση''. Τι είναι αυτά που λες, κύριε παπάρα; Είσαι λάθος, κύριε αρχιπαπάρα. Γιατί να ξεχάσουμε; Δεν το καταλαβαίνω αυτό. Το σωστό είναι να μας πεις ''Ξεχάστε τη νίκη'', μάλιστα να μας το πεις στην περίπτωση που σκίσουμε ανώτερο, έστω τουλάχιστον ισάξιο αντίπαλο. Για να μην παρασυρθούμε από τον ενθουσιασμό, να μη χάσει η ομάδα το τέμπο της, να κρατήσουν οι παίκτες την αυτοσυγκέντρωση τους. Όχι, κύριε χατζηπαπάρα, να περνάς το μήνυμα ''Ξεχάστε την ήττα'', όταν η ομάδα γκελάρει με μικρότερης ισχύος αντίπαλο.

Απεναντίας! Η ήττα είναι ωφέλιμη. Η ήττα σε βοηθάει να βγάζεις συμπεράσματα. Η ήττα δείχνει τα λάθη σου, και δεν πρέπει να την ξαναπατήσεις. Και τις αδυναμίες σου για να τις βελτιώσεις. Η γκραν σουξέ παπαριά, λοιπόν, είναι να πεις ''Ξεχάστε, αφήστε πίσω την ήττα''. Ή το άλλο το κουφό, από προπονητές και παίκτες. Κερδίζει η ομάδα χωρίς να παίξει μπάλα και λένε ''Σημασία έχει ότι πήραμε τους τρεις πόντους''. Φοβερά πράγματα. Σέρνεται η ομάδα, προβληματίζει με την απόδοσή της κι εσύ, ο προπονητής, ο παίκτης, έρχεσαι να μου πεις ''Μετράνε οι τρεις πόντοι, ότι κερδίσαμε''. Τι είναι αυτά, ρε; ''Κρατάμε τους βαθμούς της νίκης... '', οπότε δεν κλαίμε για τα χάλια μας, αφού κερδίσαμε, δεν έχουμε πρόβλημα.

Είναι και πολύ πίτουρας, και ξέρει ότι απευθύνεται σε άσχετους για να λέει φόρα παρτίδα, δηλαδή ούτε πλαγίως και με υπονοούμενα, ούτε με μισόλογα και κωλομπαρίστικα, ότι δεν τρέχει κάστανο που η ομαδάρα δεν έπαιξε μπάλα της προκοπής. Φοβερό, ε; Και τι έγινε, σου λέει, που εσένα στην κερκίδα με το παιχνίδι της η ομάδα δεν σε σήκωσε από τη θέση σου, που σε κοίμησε, που σε νάρκωσε με το ανιαρό ποδόσφαιρο, που σκυλομετάνοιωσες διότι πλήρωσες ένα τόσο άθλιο θέαμα. Όχι, κύριε, πρέπει να μείνεις ικανοποιημένος, όπως εμείς, παίκτες και προπονητής, διότι κερδίσαμε.

Έχω ένα φίλο που γουστάρει με χίλια το στρηπτήζ. Την τέχνη του ξεβρακώματος. Λάθος! Κακώς και αστόχως και αδικαιολογήτως ομιλώ περί ξεβρακώματος. Τεράστιο και απαράδεκτο το λάθος! Είναι η τέχνη του γδυσίματος. Μην τα μπερδεύουμε. Άλλο το ξεβράκωμα, που σε παραπέμπει στη βίαιη απαλλαγή των ρούχων, όχι την οικειοθελή, αυτή με τη θέληση του ατόμου, κι άλλο το γδύσιμο, το αργό και καλλιτεχνικό τσιτσίδωμα, με τις αρμόζουσες στην περίπτωση νωχελικές και παθιάρικες κινήσεις. Ασφαλώς και είναι μαστοριά το στρηπτήζ και χρειάζεται η κυρία να το νοιώθει, να το γουστάρει πρώτα η ίδια, όχι μόνον όποιος την μπανίζει.

Μιλάμε σοβαρά τώρα. Πολύ σοβαρά. Εδώ, άλλωστε, για να μη ξεχνιόμαστε είναι η πίστα του αποδυτηριάκια και η παράσταση πρέπει να φτιάχνει τον θεατή, τον αναγνώστη, τον μπανιστή. Σου φορμάρω το σεντόνι της κυριακάτικης στήλης, κύριε μαλάκα μου, όμως επειδή δεν σε αντιμετωπίζω για μαλάκα, φροντίζω τις σκηνοθετικές μου παρεμβάσεις και στο ξετυλίγω αργά, αργά, αρτίστικα και με την ανάλογη στη φάση αισθαντική μουσική… Και σου μιλάω, αγαπητέ αναγνώστα, διότι έχω να σου πω…, σου «μιλάω» με τη γλώσσα του σώματος, που απευθύνεται, όχι βέβαια στο πνεύμα σου και στη λογική σου, αλλά στις αισθήσεις σου…

Κι εγώ, όχι μόνον ο φίλος μου, κάνω κρα για το στρηπτήζ. Δεν υπάρχει πιο δυνατό προεόρτιο πριν από τα προκαταρκτικά. Βέβαια. Δεν πέφτεις επιτόπου στο γαμήσι. Ούτε ξεκινάει το έργο από τα προκαταρκτικά, που λένε, τα αγγίγματα με το λάγνο βλέμμα, τα τριψίματα, τα χαμουρέματα που τα λένε και χάδια, στην ατζέντα μέσα και τα φιλιά. Το καλύτερο είναι να προηγηθεί όλων το στρηπτήζ. Η μαγεία εκείνη που φτιάχνεται με το γλύστρημα των ρούχων όταν ξεγυμνώνουν τη σάρκα.

Μιλάμε για το σμίξιμο μας, όχι για το σμίξιμο. Ούτε το δικό μου, αλλά το δικό μας. Δυο συμμετέχουν, όχι ένας, όπως άλλωστε και στο στρηπτήζ δύο είναι οι παίκτες. Εγώ, βέβαια, δεν γδύνομαι με χορευτικά λικνίσματα, όμως το σώου το απολαμβάνω, και ''συμμετέχω'', μάλιστα γνωρίζοντας ότι το αργό γδύσιμο της ανάβει και την κυρία, ότι κι αυτή προετοιμάζεται ερεθίζοντας με πριν παρθούμε.

Άντε γαμηθείτε! Στους παίκτες και τους προπονητές απευθύνομαι, όπως και στο ακροατήριό τους που συμφωνεί μαζί τους, όταν λένε ''Δεν πειράζει που δεν παίξαμε καλά, αρκεί που νικήσαμε…''. Ή όπως είπαμε, αμολάνε την άλλη χοντρομαλακία, την άλλη καραμέλα που με τίποτα δεν τη βάζεις στο στόμα. Χάνουμε, δηλαδή, από τον Παντσουτσουνιακό και χωρίς να ντρέπονται στις πρώτες δηλώσεις τους λένε «Ξεχνάμε τον Παντσουτσουνιακό!». Φοβερά πράγματα. Όχι, ρε. Το τσουτσούνι όταν δεν σ’ αρέσει και στο φερμάρω πονάει. Και ό,τι πονάει, δεν ξεχνιέται. Δεν είναι κάτι ασήμαντο και αδιάφορο για να πεις ''Το ξεχνάω''.

Όχι, ρε, δεν το ξεχνάμε. Είμεθα απαιτητικοί, είμεθα σοβαροί και δεν μας αρέσει, δεν μας ταιριάζει να ξεχάσουμε, όχι τόσο επειδή εσείς οι παίκτες χάσατε το παιχνίδι, όσο επειδή δεν είχατε καλή αγωνιστική εικόνα. Συνεννοηθήκαμε; Και δεν ξεχνάμε και δεν σας συγχωράμε αν δεν στέκουν οι δικαιολογίες σας για την κακή εμφάνιση, για τη μειωμένη απόδοση.

Είδα ταινία του Νταίηβιντ Λυντς, όπου έπαιζε στο ρόλο λεσβίας ηθοποιού η Ναόμι Ουώτς. Έπαθα! Δεν είναι μεγάλο όνομα αυτό το κορίτσι, η Ουώτς, αλλά πρόκειται για ηθοποιάρα. Απίστευτη κλάση. Μη ξεφεύγουμε από το θέμα μας. Σ’ αυτό το φιλμ, με τίτλο Mulholland Drive η Ναόμι Ουώτς τα δίνει όλα. Συγκλονιστική ερμηνεία. Όλη την καύλα της για την σύντροφό της, όλη τη ζήλια της, εκείνο το πάθος που της γέμιζε πυρετό στα μάτια και της φούσκωνε τις αρτηρίες στο λαιμό της.

Έτσι σε θέλω, κύριε παίκτη. Είτε είσαι ποδοσφαιριστής, είτε ηθοποιός. Όλα. Όλα μέσα. Όλα να τα βγάλεις μέσα στο γήπεδο. Διότι, κύριε μαλάκα, θέλω να με ανάψεις, να με φτιάξεις, να με καυλώσεις. Όχι να μου πεις ''Εντάξει είσαι, διότι κερδίσαμε''. Όχι, κύριε. Το ότι την έχω στα δυο μέτρα απέναντί μου την γκόμενα και μου σηκώνεται δεν σημαίνει ότι αυτό μόνο ήθελα ή ότι η κυρία μέχρι εκεί έκανε το καθήκον της.

Μιλάει το σχόλιο. Ακριβώς. Έχει αξία το σχόλιο. Η κριτική. Δεν επιτρέπεται η μαλακία να ταξιδεύσει στον αέρα χωρίς να φάει τις μάπες του ο μαλάκας. Μιλάμε σοβαρά. Ο κόσμος είναι μαλάκας. Κι αν του πετάς τη μαλακία στη μάπα, τον κάνεις πιο μαλάκα τον φουκαρά. Ενώ αν του πεις ότι είναι μαλακία η μαλακία που έκλασε, που εκσπερμάτωσε ο παίκτης ή ο προπονητής, τότε ο σχολιαστής κάνει κοινωνική προσφορά. Όλοι έχουμε ανάγκη από το σχόλιο. Όπως το λέω. Και οι σοφοί. Ακόμα και σ’ αυτούς είναι χρήσιμο το σχόλιο. Διότι το σχόλιο δίνει άποψη. Σε κάνει να σκέπτεσαι. Άσχετο αν συμφωνείς ή όχι με την κριτική. Ωφέλιμη είναι και η κριτική με την οποία διαφωνούμε στην επιχειρηματολογία της.

Μιλάμε για στρηπτήζ. Όχι ακριβώς για τις επαγγελματίες που κάνουν το νούμερο τους στο καμπαρέ της πόλης. Λέω για τις καλλίγραμμες σέξυ αρτίστες. Μιλάμε για την γυναίκα σου, για την ερωμένη σου, η οποία χωρίς πρόβες, χωρίς ιδιαίτερες χορευτικές ικανότητες, ακόμα και χωρίς να έχει το σπέσιαλ κορμί, μπορεί να σου προσφέρει την απόλαυση του απαγορευμένου, του άγνωστου, να απελευθερώσει τα ταμπού σου, να εξάψει τη φαντασία σου. Και εσύ το ξέρεις, ότι η κυρία στα δυο, τρία μέτρα, με χαμηλό φωτισμό στρηπτηζάρει για πάρτη σου. Είπαμε, ότι και η γυναίκα το νοιώθει το καυλωτικό γδύσιμο, και αισθάνεται περισσότερο γυναίκα όταν ξέρει ότι γίνεται επιθυμητή, ότι αυτό θέλει ο κύριος που απέναντί της περιμένει τη συνέχεια του έργου.

Δεν κατάλαβα. Η ομάδα βγαίνει στο γήπεδο να παίξει για πάρτη της; Τι μαλακίες είναι αυτές. Οι παίκτες πρώτα παίζουν για πάρτη των θεατών και μετά, και μετά για πάρτη τους, και για πάρτη της ομάδας. Αν οι παίκτες θέλουν να κερδίζουν αδιαφορώντας εάν το θέαμα που προσφέρουν ικανοποιεί και τον κόσμο, τότε να αγωνίζονται με άδειες κερκίδες. Τι τους θέλουν στο γήπεδο τους θεατές, τους οπαδούς, αυτούς τους μαλάκες που πλήρωσαν εισιτήριο; Δεν κατάλαβα. Αν σ' εμένα τον οπαδό αρκεί μονάχα η νίκη, μονάχα το αποτέλεσμα, τότε γιατί να πάω στο γήπεδο; Άσε ότι και από το σπίτι μου, και από το καφενείο, μπορώ να εισπράξω τη... χαρά της νίκης. Έτσι δεν είναι;

Για σκέψου να έβγαινε μπροστά στους θεατές η στρηπτηζού και να χόρευε, και να ξεκίναγε να πετάει τα ρούχα της λες και είναι μόνη. Πριν από 75 χρόνια περίπου στη γαμημένη αυτή πόλη την Νέα Υόρκη, αυτή τη λατρεμένη πόλη που δεν μπορεί να κρύψει μυστικό, ξεκίνησε για πρώτη φορά το λεγόμενο στρηπτήζ. Και από τότε έτσι ονομάστηκε, στρηπτήζ. Εμείς εδώ στην Ελλάδα το πρωτακούσαμε το στρηπτήζ από τη Ρίτα Κάντιλακ, όταν πριν από 50 χρόνια το λάνσαρε στα παριζιάνικα καμπαρέ και στις γαλλικές αστυνομικές ταινίες.

Η παραμικρή λεπτομέρεια στην κίνηση έχει τη σημασία της στο στρηπτήζ. Τι είναι αυτά που μας λένε οι επαγγελματίες της πλάκας στο ντόπιο ποδόσφαιρο; Μη μανουριάζετε, η ομάδα κέρδισε. Και γιατί αποδοκιμάζετε την ομάδα αφού είναι πρώτη στην βαθμολογία. Όχι, κύριοι. Η δουλειά σας είναι να με συγκινήσετε. Να με συναρπάσετε. Κι αυτό θα το καταφέρετε ακόμα κι αν χάσετε, κύριοι ψευτοεπαγγελματίες, αρκεί να τα έχετε δώσει όλα πάνω στο χορταράκι.

Μεγάλη υπόθεση ο κώλος. Το πώς λικνίζονται οι γοφοί. Κι αυτό εξαρτάται από το περπάτημα. Από το πώς περπατά η κυρία. Και ντυμένη η γυναίκα μπορεί να σε τρελάνει μόνο με το σεξουαλικό της βάδισμά. Γι’ αυτό η μέση, η λεπτή μέση της γυναίκας είναι το Νο1 σημείο του κορμιού της. Ούτε το στήθος της, ούτε οι μηροί, ούτε ο λαιμός και οι ώμοι, ούτε ακόμα και το πρόσωπο. Πρώτα ανακαλύφθηκε ο κορσές, κύριοι μαλάκες, και μετά το σουτιέν. Φοβερά πράγματα. Πρώτα η γυναίκα ενδιαφερόταν να επιδείξει μέση δακτυλίδι, διότι απ’ εκεί όλα ξεκινούν προκειμένου να είναι πιο ελκυστική.

Μια ομάδα δεν παίζει καλά επειδή δεν είναι καλή ομάδα. Επειδή δεν είναι δουλεμένη ομάδα. Αυτό είναι το πρόβλημα. Δεν είναι αυτό που μας λένε…, ''Ξεχάστε την ήττα και πάμε παρακάτω''. Βεβαίως θα πάτε παρακάτω. Δεν μπορείτε να κάνετε διαφορετικά.

Κανένα πρόβλημα επειδή η ομάδα μια φορά δεν έπαιξε καλό ποδόσφαιρο. Αυτά συμβαίνουν και στις καλύτερες, στις πληρέστερες ομάδες. Όταν, όμως, κατά σύστημα η ομάδα δεν ικανοποιεί, όταν απογοητεύει, τότε δικαιολογημένα στεναχωριέται ο οπαδός, ο σωστός οπαδός, ο απαιτητικός οπαδός, και αδικαιολόγητα σφυρίζουν αδιάφορα σα να μη συμβαίνει τίποτα παίκτες και προπονητής. Είπαμε. Όπως η στρηπτηζού τα δίνει όλα, μάλλον τα βγάζει όλα, διότι αυτή είναι η δουλειά της, έτσι και η ομάδα, μπροστά στον κόσμο και μ’ ανοικτές τις τηλεοράσεις, οφείλει να παίζει γνωρίζοντας ότι την… βλέπουν! Χαίρετε.

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ στη φυλλάδα Μάρτιο 2008

Διαβαστε ακομα:

ΜΑΣΩΝΟΙ ΟΙ ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΙ ΤΟΥ ΜΠΑΣΚΕΤ