ΤΟ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΞΕΩΝ ΑΠΟ ΤΟ 1827!
Γράφει ο Ισαάκ Διαμαντίδης
Εκατόν ογδόντα οκτώ χρόνια πέρασαν από το 1827, που έγινε η πρώτη αναφορά σε συνταξιοδοτικό δικαίωμα. Ο θεσμός των συντάξεων, μετά από μεγάλες περιόδους δόξης και θριάμβου, επανήλθε στα χρόνια της μιζέριας, οπως τότε που το ασφαλιστικό σύστημα ήταν στα σπάργανα του. Όπως, άλλωστε, και τα οικονομικά του κράτους, που το στήριζαν σχεδόν αποκλειστικά.
«...Αι χήραι και τα ορφανά των υπέρ της πατρίδος θανατουμένων θέλει έχουσιν σταθερόν πόρον ζωής των...».
Αυτή ήταν η πρώτη συνταξιοδοτική διάταξη του ελληνικού κράτους. Ψηφίστηκε από την εθνική συνέλευση της Τροιζήνας για τους αγωνιστές, στους οποίους το νεοσύστατο κράτος όφειλε την ύπαρξη του. Το 1828 με απόφαση του Ιωάννη Καποδίστρια, πρώτου κυβερνήτη της ελεύθερης, πιο σωστά της μη τουρκοκρατούμενης Ελλάδος, δίνονται οι πρώτες συντάξεις σε στρατιωτικούς, χήρες στρατιωτικών και ορφανά των αγωνιστών μέχρι το 16ο έτος της ηλικίας τους.
Επειδή, όμως, από τότε ίσχυε το ''μέσον'' και όσοι είχαν πρόσβαση στην κεντρική εξουσία επωφελούνταν εις βάρος άλλων, δημιουργήθηκε σύγχυση για το ποιοι είναι πραγματικά οι αγωνιστές με συνέπεια πραγματικοί ήρωες του 21 να καταλήξουν να ζητιανεύουν. Διαφορετικά θα πέθαναν από την πείνα.
Τα κενά στην κοινωνική πρόνοια βάζουν στο παιχνίδι την ιδιωτική πρωτοβουλία και η συντεχνία των ναυτικών των εύπορων νήσων Ύδρας, Σπετσών και Ψαρών δημιουργούν δικό τους ταμείο και ένα ποσοστό από τα έσοδα πήγαινε για τις συντάξεις των απόμαχων ναυτικών και των οικογενειών τους.
Το 1856 η κυβέρνηση επιχειρεί να εισάγει τον συνταξιοδοτικό θεσμό με εντυπωσιακή αποτυχία. Πέντε χρόνια αργότερα, τον Αύγουστο του 1861 ψηφίζεται τελικά ο νόμος «Περί συντάξεως των πολιτικών υπαλλήλων» που αφορούσε δημοσίους υπαλλήλους, οι οποίοι δικαιούνταν σύνταξη μετά από 25 χρόνια υπηρεσίας. Το δικαίωμα μεταβιβαζόταν σε περίπτωση θανάτου στη χήρα και στα παιδιά. Η εισφορά του εργαζομένου ήταν το 5% του μισθού του, ενώ σύμφωνα με το νόμο προβλέποταν για πρώτη φορά στην Ελλάδα και η αναπηρική σύνταξη για όσους λόγω νόσου ή ατυχήματος δεν μπορούσαν να εργαστούν.
Οι πρώτοι άμεσα ευνοημένοι ήταν δάσκαλοι, δικαστές, ναυτικοί, υπάλληλοι της Εθνικής Τράπεζας, εργαζόμενοι στα μεταλλεία κ.α.
Όμως, ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα ξεκίνησε το πρόβλημα της βιωσιμότητας των ασφαλιστικών ταμείων. Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν: «...αλλά εάν από έτους εις έτος προβαίνομεν εις απονομήν συντάξεων μετά τοιαύτης καλπαζούσης ταχύτητος πού θα ευρεθεί το Κράτος ύστερα από ολίγα έτη και πόθεν θα πληρώνονται οι συνταξιούχοι;»
Μόνο μετά την Μικρασιατική Καταστροφή ψηφίστηκε νόμος για τριπλή συνταξιοδοτική συνεισφορά κράτους, εργαζομένου και εργοδότη, ενώ πέντε χρόνια αργότερα καθιερώθηκε η υποχρεωτική ασφάλιση στο ΙΚΑ. Ο πρωθυπουργός του δικτάτορα Πάγκαλου Αθανάσιος Ευταξίας το καλοκαίρι του 1926 διαμαρτυρόταν ότι το σύστημα δεν θα αντέξει: «Η αναθεώρησις του νόμου περί συντάξεων εκρίθη αναγκαία λόγω του ότι σήμερον κατήντησε να λαμβάνουσιν σύνταξιν όλοι σχεδόν οι Ελληνες. Εάν το 1922 επληρώνομεν συντάξεις 22 εκατομμυρίων σήμερον πληρώνομεν 500 με κίνδυνον να φθάσωμεν τα 700 εάν παραταθή αυτή η κατάστασις...»
Τον Μάιο του 1908, το Ελεγκτικό Συνέδριο κατέληξε στο συμπέρασμα ότι όλος ο μηχανισμός συγκέντρωσης πιστοποιητικών για τις αναπηρικές συντάξεις ήταν διάτρητος και υπήρχαν «ύποπτα πιστοποιητικά».
Το ανώτατο δικαστήριο προειδοποιούσε ότι οι αρμόδιες Αρχές προβαίνουν στην έκδοση αναπηρικών συντάξεων με μεγάλη ευκολία και πρότεινε να συσταθεί επιτροπή για τον έλεγχο της νομιμότητας των πράξεων τους.
Τι ειχες Γιαννη τι 'χα πάντα...
Διαβάστε ακόμα: