ΑΠΟΦΑΣΙΣΜΕΝΟΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΟΥΝ, ΠΑΡΑ ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΩΝ...
γράφει ο διονύσης χαριτόπουλος
Ο νεαρός Γιώργος Χουλιάρας από τα Καστέλια Παρνασσίδας εργαζόταν στην Ηλεκτρική Εταιρεία της Λαμίας και ήταν μέλος της ΟΚΝΕ (Ομοσπονδία Κομουνιστικών Νεολαιών Ελλάδας). Δύο μόλις εβδομάδες, μετά την κατάληψη της χώρας από τους Γερμανούς, οργάνωσε μαζί με άλλους την αντιστασιακή ομάδα «Μέτωπο Εθνικής Σωτηρίας» με σκοπό τον πόλεμο στους κατακτητές. Άρχισε συνεχείς περιοδείες στα χωριά της Ρούμελης για να συνεγείρει τους κατοίκους. Όταν με την ίδρυση του ΕΑΜ εμφανίστηκε ο Άρης στη Λαμία, συντάσσεται μαζί του και ξεκίνησαν νέους γύρους στα χωριά και στις στάνες.
Όπως είπε πολλά χρόνια αργότερα: «Κανείς μας, ούτε εγώ, ούτε όσοι γνώριζα τότε, και κανείς απ' όσους γνώρισα μετά, δεν θα μπορούσε να κάνει αυτό που έκανε ο Άρης. Το πολύ να γίνονταν κάποιες σκόρπιες ομάδες, αλλά ποτέ αυτό το πανελλήνιο κίνημα που δημιούργησε εκείνος και αγκάλιασε ο κόσμος».
Στο αντάρτικο διέπρεψε. Aυτός ο δοκιμασμένος αγωνιστής με τη βαριά, αρχέγονη ευθύτητα, την ανάριχτη κάπα και τη φωνάρα που ακούγεται δυο βουνά μακριά θα αναδειχτεί σε μία από τις ηγετικές μορφές του αγώνα. Με το όνομα Περικλής, ήταν μέλος του πρώτου Τριμελούς Αρχηγείου του ΕΛΑΣ και υπαρχηγός του Άρη. Πολέμησε στον Γοργοπόταμο και στη συνέχεια ως καπετάνιος του 42ου Συντάγματος σε δεκάδες μάχες εναντίον Ιταλών και Γερμανών.
Υπήρξε ο Νέστορας των καπετάνιων. Πάντα νηφάλιος, λιγόλογος και ακριβοδίκαιος. Ποτέ δεν καταχράστηκε τη δύναμη που διέθετε.
Μετά την ασυγχώρητη Συμφωνία της Βάρκιζας, επειδή η κομματική ηγεσία είχε την υπόνοια πως θα ακολουθήσει τον Άρη στο βουνό, τον έστειλε από τους πρώτους στη Γιουγκοσλαβία. Στο Τέτοβο επιχείρησε με άλλους καπετάνιους να δραπετεύσουν από την κομματική αγκαλιά για να ενωθούν με τον Άρη, όμως συλλαμβάνεται και τον κλείνουν τρεις μήνες φυλακή στο διαβόητο στρατόπεδο του Μπούλκες.
Όταν αρχίζει στην Ελλάδα ο Εμφύλιος, ο Περικλής εκλιπαρεί την ηγεσία να τον αφήσουν να επιστρέψει στην πατρίδα. Τελικά γυρίζει με άλλους 26 Ρουμελιώτες μέσω Αλβανίας και οι συστάσεις που τον συνοδεύουν είναι «αντικομματικό στοιχείο», «φραξιονιστικό σκουλήκι». Περνώντας τα σύνορα, οι Ρουμελιώτες αντάρτες σκύβουν και φιλάνε το χώμα και ρίχνουν πέτρες πίσω τους. Είναι όλοι αποφασισμένοι να πεθάνουν, παρά να ξαναβρεθούν πρόσφυγες στο έλεος των κομματικών.
Ο Περικλής πλέον πολεμάει για κάτι που δεν πιστεύει. Είναι μάλλον ο πρώτος που, μεσούντος του Εμφυλίου, είπε το ήδη εμφανές, «καλύτερα που δεν νικήσαμε» και το επανέλαβαν αργότερα αρκετοί άλλοι.
Όταν έληξε ο Εμφύλιος, ο Περικλής με εντολή της ηγεσίας, έπρεπε να συγκεντρώσει όλους τους διωκόμενους της Ρούμελης και να τους περάσει στην Αλβανία για να σωθούν. Η Ρούμελη είναι ένα έρημο και καμένο τοπίο, που χτενίζεται συνεχώς από κυβερνητικά στρατεύματα. H Eυρυτανία, το λίκνο του αντάρτικου, εκθεμελιώθηκε από τις παρακρατικές ληστρικές οργανώσεις, οι κάτοικοι κυνηγήθηκαν και ο τόπος άδειασε. Στις τρύπες των βράχων και σε απίθανα δύσβατα σημεία κρύβονται νηστικοί και εξαθλιωμένοι αντάρτες, τραυματίες, γυναίκες, γέροι και παιδιά.
Ο Περικλής αρχίζει θανάσιμους κύκλους επαφών, περνώντας ανάμεσα από τις γραμμές του στρατού, για να συναντήσει και να ενημερώσει τον καθέναν από αυτούς. Όταν τους πλησιάζει, πολλοί κρύβονται γιατί δεν ξέρουν ότι τελείωσε ο πόλεμος. Άλλοι γιατί δεν θέλουν να τους πάρει μαζί του έξω, άλλοι γιατί σκοπεύουν να παραδοθούν μόλις περάσει η έξαψη του αίματος. Η απελπισία κάνει ορισμένους από αυτούς επικίνδυνους. Το κεφάλι του Περικλή θα ήταν σίγουρη απονομή χάριτος.
Τέλος του 1949, η φάλαγγα των φαντασμάτων είναι έτοιμη.
Το δρομολόγιο που χαράζει, από τη Ρούμελη έως την Αλβανία, δεν είναι καθόλου εύκολο, με τον στρατό να κρατάει όλα τα περάσματα. Όμως είναι η μόνη ελπίδα να σωθούν. Ο Περικλής ανακοινώνει στους συγκεντρωμένους την απόφασή του να παραμείνει στην Ελλάδα και ορίζει δυο αξιωματικούς επικεφαλής της φάλαγγας. Η αντίδραση είναι ομόφωνη: Ή θα πάει μαζί τους ή δεν φεύγει κανένας. Μόνο αυτόν εμπιστεύονται. Οι ψυχές που κρεμάστηκαν στον λαιμό του δεν του αφήνουν επιλογή. Τους περνάει όλη τη διαδρομή, περπατώντας νύχτες μέσα από τα φαράγγια, ανάμεσα στα πόδια του στρατού, χωρίς να πέσει μια τουφεκιά.
Όταν φτάνουν στα σύνορα, ο Περικλής αντιμετωπίζει το μεγάλο δίλημμα της ζωής του. Γιατί πάλι, χωρίς αυτόν, κανείς από τη φάλαγγα δεν μπαίνει στην Αλβανία. Ξέρει πως ο ίδιος είναι προγραμμένος από την κομματική ηγεσία, μα σαν ήρωας αρχαίας τραγωδίας, περνάει τα σύνορα. Μια νέα κόλαση τον περίμενε. Μόνο το 1977, και μετά από φριχτές δοκιμασίες, κατόρθωσε να επιστρέψει στην Ελλάδα, για να ζήσει ήσυχα και αθόρυβα στις Εργατικές Κατοικίες της Λαμίας, χωρίς να ζητήσει τίποτα και ποτέ από κανέναν.
Στη φώτο, ο ιστορικός χορός των ανταρτων του Γοργοπόταμου στο Γαρδίκι Φθίτιδας. Από αριστερά ο Ναπολέων Ζέρβας, ο Άρης Βελουχιώτης,ο καπετάν Περικλης και ο 'Αγγλος Κρισ Γουντζχάουζ.
Πηγή:Lifo.gr
Ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε το 1947 στον Πειραιά και από μικρή ηλικία έκανε διάφορες χειρωνακτικές δουλειές στο Λιμάνι και στα γύρω μηχανουργεία. Eγκατέλειψε νωρίς δύο απόπειρες σπουδών στην Αθήνα και στο Λονδίνο και δούλεψε στη διαφήμιση μέχρι το 1990. Έχουν εκδοθεί - πέραν του μνημειώδους "Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων'' - τα "Δανεικιά γραβάτα", "525 τάγμα πεζικού", "Τα παιδιά της Χελιδόνας", "Εκ Πειραιώς". Εκδόσεις Τόπος 210.8222.835-856
Διαβάστε ακόμα: