ΧΩΡΑ ΛΟΥΣΤΡΩΝ Η ΕΛΛΑΔΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΑΓΓΛΟΥΣ
γράφει ο διονύσης χαριτόπουλος
Η Aγγλίδα ιστορικός Ελίζαμπεθ Μπάρκερ γράφει ότι η βρετανική κυβέρνηση κατά τη διάρκεια του Πολέμου «εξακολούθησε να συμπεριφέρεται σαν να ήταν η Eλλάδα καμιά ειδική βρετανική ευθύνη ή τσιφλίκι». (Από τα Πρακτικά του Συνεδρίου «Aπό την Aντίσταση στον Eμφύλιο»). Η αγγλική παρουσία στην κατεχόμενη Ελλάδα συνιστά μια απροσχημάτιστη, ωμή αποικιοκρατική επιχείρηση που οδήγησε στις συγκρούσεις μεταξύ αντιστασιακών οργανώσεων, στα Δεκεμβριανά και, τέλος, σε αυτό που είχαν οι ίδιοι από το 1943 προεξοφλήσει, τον ελληνικό Εμφύλιο (1946-1949). Ο Τσόρτσιλ θεωρούσε ότι η Ελλάδα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι, θα εξαντλήσει και το τελευταίο του απόθεμα ηθικής, προσφέροντας την πολύπαθη Πολωνία στον Στάλιν, για να επανακτήσει τον αποκλειστικό έλεγχο της Ελλάδας. Το ΕΑΜ είναι πλέον το μοναδικό εμπόδιο. «Την ελληνική κυβέρνηση του εξωτερικού την ελέγχουν απόλυτα και με τον τελευταίο υπάλληλό τους. Ελέγχουν, σχεδόν απόλυτα, και όλες τις αντιστασιακές οργανώσεις του εσωτερικού. Εκτός από το ΕΑΜ, που μ’ αυτό είναι υποχρεωμένοι να συζητούν και να διαπραγματεύονται». (Φ. Γρηγοριάδης, Αντίστασις)
Oι Βρετανοί διατηρούν επισήμως στα ελληνικά βουνά, περισσότερους από 150 αξιωματικούς (Woodhouse). Αριθμός εξωφρενικά μεγαλύτερος από τις πολεμικές τους ανάγκες, μα απολύτως απαραίτητοι για τις απώτερες βλέψεις τους. (Υπολογίζεται ότι στην ελληνική επικράτεια οι Βρετανοί μυστικοί πράκτορες ήταν πολλαπλάσιοι και περισσότεροι από 5.000 Έλληνες αγνοί, ενθουσιώδεις ή πονηροί, είχαν κάποια σχέση με τις ποικιλώνυμες αγγλικές μυστικές υπηρεσίες).
O αγγλόφιλος ηγέτης της ΕΛΔ, και συναρχηγός του ΕΑΜ, Ηλίας Τσιριμώκος, περιγράφει τους Άγγλους που ήταν στα ελληνικά βουνά: «Oι πιο πολλοί απ’ αυτούς παρουσίαζαν κοινά χαρακτηριστικά. Νεότατοι, γενναίοι, υγιείς, σπόρτσμαν, τετραπέρατοι, με ειλικρινή περιφρόνηση προς τον λαό και αγνό μίσος προς την ιδέα της κοινωνικής μεταβολής. “Αλεξίπεσαν” στα βουνά μας με τη θέληση να υπηρετήσουν την πατρίδα τους και με το γούστο της περιπέτειας. Αφημένοι λίγο στην πρωτοβουλία τους, είχαν όλη την όρεξη να κάνουν κάτι, όχι μόνο γενναίες ενέργειες, αλλά και τα πρώτα τους βήματα στην αυτοκρατορική πολιτική ή δοκιμές της εξυπνάδας τους. [...] Και εδώ που βρέθηκαν, σ’ έναν μικρό, καθυστερημένο τόπο, εκπρόσωποι μιας Μεγάλης Δυνάμεως [...] μάλλον απέκτησαν τη νοοτροπία των παιδιών πολύ πλουσίων ή πολύ ισχυρών γονέων που αφήνονται και κάνουν οτιδήποτε τους περάσει από το κεφάλι, ξέροντας πως έχουν “πλάτες”. [...] Δεν μπόρεσαν να πλησιάσουν, να νιώσουν και ν’ αγαπήσουν τους περήφανους ανθρώπους που αγωνίζονταν για την πατρίδα τους, αλλά δεν είχαν μάθει, ούτε ήθελαν να μάθουν, να κολακεύουν τους ξένους. Αντίθετα κάθε τέτοιον άνθρωπο ήταν πολύ πρόθυμοι να τον θεωρούν “εχθρό της Αγγλίας” κι αυτή η ροπή τους έφθασε ως τα όρια της μανίας καταδιώξεως». (Ακρόπολις, 21.1.1973). (Στη φώτο, καλοκαίρι 1944, μέλη της Κυβέρνησης του Βουνού (ΠΕΕΑ), ο μητροπολίτης Κοζάνης Ιωακείμ, ο Ηλίας Τσιριμώκος, ο Άγγελος Αγγελόπουλος - διακρίνονται πίσω ο στρατηγός Μάντακας και ο καθηγητής Πέτρος Κόκκαλης.)
Oι απλοί Έλληνες της υπαίθρου είδαν τους Άγγλους ως σωτήρες. Τους άνοιξαν τα σπίτια και την ψυχή τους. O αρχηγός της Bρετανικής Στρατιωτικής Aποστολής, ταξίαρχος Έντι Mάγερς, περιγράφει τις περιοδείες του στην ύπαιθρο και τη ζεστασιά των Ελλήνων: «Μπορούσε να κατέληγα στο σπιτάκι ενός από τους πιο φτωχούς Έλληνες, ο οποίος ωστόσο, όσο φτωχός κι αν ήταν, συμπεριφερόταν πάντα με τη μεγαλύτερη γενναιοδωρία και το πιο υψηλό πνεύμα φιλοξενίας. [...] Μας έδιναν πάντα όχι μονάχα ό,τι καλύτερο είχαν, αλλά και το ίδιο το υστέρημά τους. Το φέρσιμο αυτό θα μπορούσε να φανεί άσκοπο σ’ έναν Εγγλέζο, αλλά έδειχνε την ποιότητα των ορεσιβίων αυτών Ελλήνων».
O Μάγερς, παρά τις κατοπινές φιλοφρονήσεις για τους Έλληνες, κατά την περίοδο της Κατοχής, τουλάχιστον, τους μισούσε. «Δεν εμπιστεύομαι κανέναν Έλληνα», δήλωνε, θεωρώντας όλους τους κατοίκους αυτής της χώρας «Aσιάτες» και πιο «Aσιάτη» όλων τον Άρη. Τα ίδια αισθήματα έτρεφαν και οι περισσότεροι αξιωματικοί του. Ένας από αυτούς, αποκαλεί συλλήβδην τους Έλληνες «οι μαλλιαροί πίθηκοι που μολύνουν αυτή τη χώρα». (R. Clogg).
Ένα δείγμα άκαρδης συμπεριφοράς προς τους ρακένδυτους χωρικούς, που έψαχναν κάτι να βάλουν πάνω τους, είναι η επιγραφή στην πόρτα του σπιτιού που έμενε ο Γούντχαουζ και η αγγλική αποστολή: «Ύφασμα από αλεξίπτωτα θα δίνεται μόνο σε όσους από τους κατοίκους φέρουν κότες».
Αυτό που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι οι Βρετανοί αξιωματικοί, τόσο κατά την περίοδο της δράσης τους στα ελληνικά βουνά, όσο και μεταπελευθερωτικά, στα βιβλία και στις συνεντεύξεις τους, «έκριναν τους Έλληνες σύμφωνα με τους στόχους της βρετανικής πολιτικής».(O. Smith). Κανένα πρόσωπο, καμία οργάνωση, κανένα γεγονός δεν παρουσιάζεται θετικά εάν δεν ταυτίζεται με την πολιτική τους. Για παράδειγμα, ακόμη και το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, είναι γι’ αυτούς «μια σπείρα παλιανθρώπων». (Hammond) Όπως γράφουν οι σύγχρονοι ιστορικοί για τους Βρετανούς πράκτορες, ακούνε και μεταδίδουν προς τα έξω ό,τι τους συμφέρει ή ταιριάζει με τις αντιλήψεις τους. Η αξιοπιστία τους έχει καίρια πληγεί, ακόμη και από συμπατριώτες τους ιστορικούς, καθώς υποτιμούν συστηματικά τη δράση των Eλλήνων και υπερτιμούν τη δική τους. Γι’ αυτό ήταν πάντοτε σημείο αναφοράς, των μεταπολεμικών κυβερνήσεων, που επιδίωκαν να σπιλώσουν τον αντιστασιακό αγώνα.
«Στην Eλλάδα οι μαρτυρίες των Βρετανών αξιωματικών κατά του EAM/EΛAΣ έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης για πολιτικούς λόγους. Oι μαρτυρίες αυτές αποτέλεσαν πολύτιμη βοήθεια στις μετεμφυλιακές κυβερνήσεις, στο πλαίσιο της προσπάθειάς τους να πλαστογραφήσουν την ελληνική ιστορία. Tώρα μπορούμε ευτυχώς να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους». (O. Smith, από τα Πρακτικά του Συνεδρίου «Η Ελλάδα 1936-1944»).
Ένα παράδειγμα του χάσματος αντιλήψεων μεταξύ Βρετανών και Αντίστασης, είναι αυτά που υποστηρίζει ο ταγματάρχης Μπάθγκεϊτ για τον Άρη: «Έχει βάλει πιθανώς στην άκρη πολλές χρυσές λίρες για την ημέρα που δεν θα μπορεί να μείνει πια στην Ελλάδα».(O. Smith).
Προς εκείνους που υπακούνε πρόθυμα στις εντολές τους, οι Βρετανοί είναι κάπως πιο ανεκτικοί, χωρίς να παύουν να τους υποτιμούν και να τους ειρωνεύονται. Το 1978 ο Μάγερς λέει δημοσίως σε επίσημο ιστορικό συνέδριο για τον στενότερο συνεργάτη του στα ελληνικά βουνά στρατηγό Ζέρβα: «Αν του ζητούσαμε “να κάνει τούμπες”, θα τις έκανε πρόθυμα». ( Από τα Πρακτικά του Συνεδρίου «Από την Αντίσταση στον Εμφύλιο»).
Η πιο καλή στιγμή μεταξύ ΕΑΜ και Βρετανών είναι όταν υπογράφεται η υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής. Στο κλίμα σύμπνοιας που επικρατεί εκατέρωθεν, το ΓΣ του ΕΛΑΣ ζήτησε από τον Μάγερς την απομάκρυνση από την Ελλάδα των Γούντχαουζ, Μαρίνου και Μίλερ εξαιτίας της εξόφθαλμης αντιεαμικής πολιτικής τους. O ταξίαρχος παραδέχτηκε τις αιτιάσεις τους και δήλωσε ότι ο Γούντχαουζ είναι έτοιμος να ζητήσει συγνώμη. Τίποτα δεν άλλαξε. Oύτε το ΣΜΑ εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις που ανέλαβε έναντι του ΕΛΑΣ για ενίσχυση σε εξοπλισμό και πολεμικό υλικό, ούτε η επιβολή σιγής για την πολεμική δράση του ΕΛΑΣ διεκόπη. Η αναφορά έστω και του ονόματος «ΕΛΑΣ» απαγορεύεται στο Κάιρο από την αγγλική λογοκρισία. (Σεφέρης, Ημερολόγιο)
Πώς γράφεται η ιστορία: Η απαγωγή του Γερμανού υποστρατήγου Κράιπε στην Κρήτη προβλήθηκε με κάθε τρόπο επειδή έγινε από τον Άγγλο αξιωματικό Πάτρικ Λι Φέρμορ και έτσι κατέστη θρυλική. Συμπτωματικά την ίδια ακριβώς μέρα στην Πελοπόννησο ο μόνιμος υπολοχαγός Εμμανουήλ Σταθάκης με αντάρτες του ΕΛΑΣ εκτελούν τον Γερμανό αντιστράτηγο Κρεζ και το γεγονός αποσιωπάται, ουδείς αναφέρεται στη σημαντική για όλα τα Βαλκάνια επιτυχία.
Άλλο: Η μεγάλη μάχη του ΕΛΑΣ εναντίον υπέρτερων γερμανικών δυνάμεων στις Καρούτες στις 5 Αυγούστου 1944, διευθύνεται από τον συνταγματάρχη Ρήγο. Παρακολουθούν ο Αμερικανός αξιωματικός Φορντ και ο Άγγλος αξιωματικός Τζόε, οι οποίοι εκδηλώνουν σοβαρούς ενδοιασμούς για το εάν οι αντάρτες θα μπορέσουν να σταματήσουν τους σιδερόφραχτους χιτλερικούς. O Έλληνας συνταγματάρχης τούς κόβει: «Κανένας δεν θα γλιτώσει». Σε λίγο ο Αμερικανός ενθουσιασμένος πετάει το καπέλο του στον αέρα κατά τις διαδοχικές φάσεις της μάχης και επαναλαμβάνει συνεχώς: «Αύριο θ’ ακούσεις πόσα θα μεταδώσει το Κάιρο για τη μάχη». O Έλληνας συνταγματάρχης τον ξανακόβει: «Τίποτα δεν θα πει». Και δεν είπε. Όπως παραδέχτηκε αργότερα ο Γούντχαουζ, «το ΒΒC είχε εντολές, να αναφέρει μονάχα τον Ζέρβα». (Μαθιόπουλος, Αντίσταση)
Η ειρωνεία είναι ότι από την αρχή της Κατοχής το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, που δεν άφησαν καμιά αγγλική φλούδα, να μην την πατήσουν, έχουν επιτακτικά επιβάλει στα μέλη τους να συνεργάζονται με τους Άγγλους για να επιτύχουν την «αναγνώρισή» τους. Η αγωνία της πολιτικής ηγεσίας για βρετανική αναγνώριση είναι τόσο εμφανής, ώστε την αντιλαμβάνεται και ο Τέμπο, υπαρχηγός του Τίτο, στην ολιγοήμερη επίσκεψή του στην Ελλάδα και τη σχολιάζει καυστικά: «Κατά τη γνώμη μου η πολιτική ηγεσία του αντάρτικου κινήματος δεν ήταν αντάξια των αγωνιστών. [...] Γεγονός είναι πως εκτός από τον Βελουχιώτη όλοι οι άλλοι άφηναν τους Άγγλους ν’ ασκούν απάνω τους μια ανεξήγητη επιρροή». (Μαθιόπουλος, Αντίσταση)
Την υπονομευτική δραστηριότητα των Βρετανών αξιωματικών κατά του εαμικού κινήματος την αποτυπώνει μια εμπιστευτική αναφορά του ταξιάρχου Μάγερς, που συνέταξε –για πρώτη ενημέρωση των ανωτέρων του– δύο ημέρες μετά την άφιξή του στο Κάιρο:
«Χ - 12 Αυγούστου 1943, Αυστηρώς Εμπιστευτικό (85-4 Α.S.) Σύμφωνα με τις τελευταίες οδηγίες σας, έδωσα εντολή στους Άγγλους και Έλληνες πράκτορες που εργάζονται κάτω από τη διοίκησή μου να τορπιλίσουν το έργο του ΕΛΑΣ και του ΕΑΜ και να εμποδίσουν ώστε να σταθεροποιήσουν τη θέση τους και να αποκτήσουν δεσπόζουσα επιρροή στην Ελλάδα. Εντούτοις ένα τέτοιο αποτέλεσμα είναι προβληματικό δεδομένου ότι οι βασιλόφρονες δεν διαθέτουν πολιτική επιρροή στη χώρα και οι αρχηγοί τους είναι μισητοί από τον ελληνικό λαό. [...] Αντίθετα, η πολιτική και στρατιωτική οργάνωση του ΕΔΕΣ παρουσιάζει αξιοσημείωτη πρόοδο, ιδιαίτερα στην Ήπειρο. Είναι επιβεβλημένο να του χορηγηθεί πολεμικό υλικό και να τον ενισχύσουμε ηθικά. Κατά τη γνώμη μου η οργάνωση αυτή θα μας είναι χρήσιμη, αφενός σαν αντιστάθμισμα προς τον ΕΛΑΣ κι αφετέρου, όταν θα έχει ενισχυθεί, θα μπορεί ενδεχομένως να αξιοποιηθεί εναντίον του. Μια μέρα θα καταστεί αναγκαίο να διαλυθεί ο ΕΛΑΣ. [...] Έχω την αντίληψη ότι θα ήταν χρήσιμο στους πράκτορές μας να έρθουν σε επαφή με τους εκπροσώπους της Κυβερνήσεως (εννοεί τη γερμανόδουλη) με σκοπό να τους ενθαρρύνουν στην ιδέα ότι έχουν καθήκον και δικαίωμα να καταδίδουν στις αρχές κατοχής τούς αρχηγούς του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ και να υποβοηθούν στη σύλληψη των πρακτόρων τους σε βαθμό που οι οργανώσεις αυτές, όταν θα έρθει η ώρα, να μην είναι σε θέση να αντιταχθούν στα βρετανικά συμφέροντα. Στο πεδίο αυτό ο ΕΔΕΣ μας βοήθησε, ήδη κατέδωσε στον συνταγματάρχη Ντερτιλή και στον υπουργό Ταβουλάρη πολλές προσωπικότητες του ΕΑΜ, που βρίσκονται τώρα στα χέρια των Γερμανών. [...] Νομίζω ότι θα ήταν προτιμότερο να καθυστερήσει έξι μήνες ή ένα χρόνο η απελευθέρωση της Ελλάδος από το ν’ αφεθεί να περιέλθει στην κυριαρχία του ΕΑΜ» (Δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Oκτώβριο του 1945 στο Δελτίο του Ελληνοαμερικανικού Συνδέσμου των ΗΠΑ και εν συνεχεία το 1967 στο βιβλίο του Γάλλου ιστορικού Ζακ ντε Λονέ Oι μεγάλες αντιθέσεις της εποχής μας.)
Το 1978 ο ταξίαρχος Μάγερς, ερωτηθείς στο προαναφερθέν ιστορικό συνέδριο για το συγκεκριμένο έγγραφο, ισχυρίστηκε πως αγνοούσε την ύπαρξή του. Είτε είπε την αλήθεια, είτε όχι, δεν έχει υπάρξει άλλο κείμενο στο οποίο να αποτυπώνεται τόσο εύληπτα η ασκούμενη βρετανική πολιτική. Και ο συνταγματάρχης Τομ Μπαρνς υπερθεματίζει: «Πιστεύω ότι η καλύτερη λύση είναι να γίνει η Ελλάδα βρετανικό προτεκτοράτο για δέκα ως είκοσι χρόνια μετά τον πόλεμο». (Γασπαρινάτος)
Μια αμερικανική αναφορά κάνει μνεία αυτών των σχεδίων, που παραμένουν ακόμη θαμμένα μαζί με πλήθος άλλων πληροφοριών στα βρετανικά απόρρητα: «Την εποχή αυτή μια μικρή ομάδα από ικανούς αξιωματικούς προσπάθησε ν’ αποσπάσει την προσοχή στην ανάγκη να περικυκλωθούν και, αν χρειαζόταν, να φυλακισθούν οι κομουνιστές επίτροποι και καπετάνιοι που εξουσίαζαν τη Διοίκηση του ΕΛΑΣ». (F. Spenser, War and Ρostwar Greece, από το βιβλίο του Αντρ. Κέδρου Η Ελληνική Αντίσταση 1940-’44). «Oι Άγγλοι συζητούσαν σχέδιο συγκέντρωσης αγγλικής ταξιαρχίας στα βουνά για τη σύλληψη του Γενικού Στρατηγείου και τη βίαιη διάλυση του ΕΛΑΣ. Τα εμπόδια ήταν μόνον πολιτικά, εξωτερικά, διασυμμαχικά».( Γ.Π.Κ., Συμβολή στη μελέτη της Eλληνικής Aντίστασης. /Διάλογος, τεύχ. 9,) «Όλο το ζήτημα ήταν ότι οι Bρετανοί, έχοντας χάσει την Eλλάδα στο διάστημα του Πολέμου, δεν μπορούσαν να την ανακτήσουν με δημοκρατικές μεθόδους». (Πετιμεζάς)
Η βρετανική κυβέρνηση, για να εκτιμήσει καλύτερα την κατάσταση στην Ελλάδα, αποφασίζει να στείλει το καλοκαίρι του 1943 έναν πολιτικό παρατηρητή. Ο απεσταλμένος του Φόρεϊν Όφις είναι ένας τριαντάχρονος κατ’ απονομήν ταγματάρχης, ο Nτέιβιντ Oυάλας. Πέφτει με αλεξίπτωτο στις 11 Iουλίου 1943 στο στρατηγείο του Zέρβα, και αμέσως συμπλέει με τον άκρως υπονομευτικό Γούντχαουζ, ο οποίος είναι συγγενής του και μάλλον συνήργησε στην άφιξή του. Ο Ουάλας αποδοκιμάζει τη συγκρότηση Kοινού Γενικού Στρατηγείου όλων των αντάρτικων οργανώσεων προκειμένου να σταματήσουν οι μεταξύ τους αντεγκλήσεις. Αντιβαίνει στους αγγλικούς σχεδιασμούς. «Tην ίδρυση και λειτουργία του Kοινού Γενικού Στρατηγείου Aνταρτών ο ταγ/ρχης Oυάλας την έβλεπε σαν βασικό εμπόδιο έναντι της ελευθερίας που ήθελε να κρατήσει το Λονδίνο ως προς τις βλέψεις και ενέργειές του στην Eλλάδα». (Πυρομάγλου, Δούρειος Ίππος)
Οι μακροσκελείς αναφορές του Oυάλας προς την αγγλική κυβέρνησή δεν είναι καθόλου κολακευτικές όχι μόνο για τον EΛAΣ, μα και για το σύνολό των Ελλήνων: «Eίναι ένας βασικά αδιόρθωτος και άχρηστος λαός χωρίς μέλλον. [...] Δεν είναι σε θέση να σωθούν από τον ίδιο τους τον εαυτό και ούτε το αξίζουν. [...] Αυτή είναι η γνώμη όλων των βρετανών συνδέσμων αξιωματικών που έχουν μείνει για καιρό στη χώρα». Και αλλού γράφει χολερικά: «Oμολογουμένως το 95% των ανταρτών ήταν δειλοί, απρόθυμοι και ατελέσφοροι και “όλη η δουλειά” έγινε από Βρετανούς αξιωματικούς» (Φλάισερ)
Tο EAM, ένα λαϊκό μαζικό κίνημα, μη ελεγχόμενο, δεν είναι ανεκτό. Όταν έρθει η ώρα, ή θα υποταχθεί ή θα διαλυθεί διά της βίας. Γι’ αυτό από τον Απρίλιο του 1943 οι αγγλικές αρχές το έχουν προεξοφλήσει και προετοιμάζουν τον αρχηγό της BΣA στη Eλλάδα για όσα θα ακολουθήσουν: «Oι Aρχές του Καΐρου κρίνουν ότι μετά την απελευθέρωση της Eλλάδος ο εμφύλιος πόλεμος είναι σχεδόν αναπόφευκτος». (Myers) Όπως κι έγινε.
,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,,
Ο συγγραφέας Διονύσης Χαριτόπουλος γεννήθηκε το 1947 στον Πειραιά. Έχουν εκδοθεί - πέραν του μνημειώδους "Άρης, ο αρχηγός των ατάκτων'' - τα "Δανεικιά γραβάτα", "525 τάγμα πεζικού", "Τα παιδιά της Χελιδόνας", "Εκ Πειραιώς". Εκδόσεις Τόπος 210.8222.835-856.
Διαβαστε ακομα: