ΑΓΡΑΦΟΣ ΤΙΜΟΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΠΑΡΟΧΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ ΤΗΣ ΑΞΙΑΣ ΤΗΣ ΨΗΦΟΥ...
ΓΡΑΦΕΙ Ο ΦΩΣΤΗΡΑΣ
Πλησιάζουν εκλογές. Πήρανε φωτιά τα πάνελ και μαθαίνω ότι ήδη ξεκινήσανε τα τραπεζώματα και τα ταξίματα στις εκλογικές περιφέρειες, σε καφενεία, καφετέριες, ταβέρνες και τσιπουράδικα. Είναι σοβαρό θέμα οι εκλογές. Όχι τόσο, βέβαια, διότι αν ήταν πραγματικά πολύ σοβαρό θέμα, θα είχαν απαγορευτεί. Κάθε τέσσερα όμως (στο περίπου) χρόνια, έρχεται και ξανάρχεται για να μας θυμίσει ότι ζούμε στο λίκνο της Δημοκρατίας. Και το ερώτημα είναι: Εσείς, εμείς, ο καθένας μας, με ποια κριτήρια ψηφίζει; Ή, ακόμα χειρότερα, για ποιον λόγο απέχει; Διότι είναι και το άλλο: ο ένας στους δύο δεν πάει καν στις κάλπες. Ούτε για να ρίξει άκυρο ή λευκό. Γνωρίζω και γνωρίζετε συμπολίτες μας, που έχουν να ψηφίσουν πάνω από είκοσι χρόνια. Μιλάμε για τέτοια αίσθηση ευθύνης και καθήκοντος.
Τέλος πάντων, πως αποφασίζει ο πολίτης που θα ρίξει την ψήφο του; Σας έχει απασχολήσει ποτέ αυτό το ερώτημα; Είναι αμιγώς ιδεολογικά τα κίνητρα; Είναι μήπως άλλα; Ας πούμε, μία θέση στο Δημόσιο; Από τον Κοσμά τον Σκούταρη (Διονύση Παπαγιαννόπουλο στην ταινία «Τζένη-Τζένη») έχουμε την πληροφορία ότι «κι αυτός ο Γκόρτσος όλο λόγια είναι. Κι έχω και πάτημα. Διόρισες κε Γκόρτσο το γιο του Γιακουμή στη ΔΕΗ; Όχι. Έκανες παπά κε Γκόρτσο τον Μήτρο τον Μπούκουρα; Όχι. Γιατί κε Γκόρτσο; Διότι, λέει, το παιδάκι έκανε μία πλαστογραφίτσα στο παρελθόν. Ε, και; Άμα αν δεν είχε κάνει πλαστογραφία δεν σε χρειαζόμαστε. Δεν κάνεις κε Γκόρτσο για το νησί». Από τη δεκαετία του 60 αυτά.
Και έπειτα ήρθε η πασοκάρα και το οργάνωσε το θέμα με ρυθμούς βιομηχανικής παραγωγής. Μήπως όμως τα ανταλλάγματα είναι ακόμα φτηνότερα; Ας πούμε, ένα ζευγάρι μάλλινες κάλτσες, όπως άκουσα ότι στοίχιζε τη δεκαετία του 1950, μία ψήφος στα χωριά; Είχα την τύχη, λόγω του επαγγέλματος μου, να διοριστώ δικαστικός αντιπρόσωπος σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια, ήδη από την εποχή που ήμουν ασκούμενος δικηγόρος. Γύρισα και έζησα εκλογές σε όλη την Πελοπόννησο, τη Θεσσαλία και τα βουνά της Δυτικής Μακεδονίας, της Ηπείρου και της Στερεάς Ελλάδας, σε πόλεις αλλά και χωριά που δεν γράφει ο χάρτης και δεν τα βρίσκουνε ούτε οι πεζοναύτες, αν δεν έχουν καλό GPS. Κάποτε, πριν τον Καλλικράτη, έκανα μόνος μου εκλογές σε τμήματα των 150 εγγεγραμμένων με 90 πεθαμένους.
Από τη φτωχή μου εμπειρία λοιπόν, σας γνωρίζω ότι υπάρχει έκπαλαι ένας άγραφος τιμοκατάλογος παροχής υπηρεσιών και ταυτόχρονα πεδίο δόξης λαμπρό για «συλλογικές» αλλά και απευθείας (πρόσωπο με πρόσωπο) διαπραγματεύσεις για την αποτίμηση της αξίας και του αριθμού των ψήφων ανά περίπτωση.
Την ιστορία, ας πούμε, με τις μάλλινες κάλτσες που την νόμιζα για φολκλόρ, μου την επιβεβαίωσαν αυτόπτες και αυτήκοοι γηραιοί μάρτυρες που έζησαν στην Ελλάδα σε εποχές όπου δεν υπήρχε το μεσημέρι για φαγητό στο τραπέζι ούτε ένα πιάτο φάβα. Όχι ότι άλλαξαν και πολύ τα πράγματα. Υπήρξαν περιπτώσεις (και μάλιστα σχετικά κοντινές), όπου δύο κιλά κρέας και μια μπιτόνα λάδι ήταν υπερ-αρκετά. Δεν αστειεύομαι, μιλάω σοβαρά.
Ενόψει της επερχόμενης γιορτής της Δημοκρατίας, λέω να παραθέσω μερικά τέτοια ανέκδοτα, αλλά το θέμα παραμένει: Με ποια κριτήρια ψηφίζουμε στις εκλογές;
Διαβαστε ακομα: