ΚΥΝΗΓΗΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΥΣ ΤΟΥ
γράφει ο διονύσης χαριτόπουλος
Δεν είχε θέση τότε. Πολύ περισσότερο δεν θα είχε θέση τώρα στην αντιηρωική εποχή μας. Ο νεαρός Αντώνης Τσιαπούρας γνωστός ως ο Αντών'ς τσ' Αργυρής στους συντοπίτες του στο Καρπενήσι, βγήκε αντάρτης στον ΕΛΑΣ από τους πρώτους πρώτους με το όνομα Αγησίλαος. Ήταν ένα παλικαρόπουλο άφοβο, παράξενο κι απόκοτο. Δεν τον ενδιέφερε η πολιτική. Βγήκε στο βουνό για την πατρίδα όπως το 95% των νέων της εποχής.
Ακόμα το αντάρτικο ήταν σχεδόν ανύπαρκτο. Το Καρπενήσι πλημμυρισμένο Ιταλούς. Μια μικρή ομάδα ανταρτών μπαίνει νύχτα να πάρει κάτι αρβύλες που τους είχαν υποσχεθεί. Ο κόσμος τους καταλαβαίνει. Ανοίγουν παράθυρα, άνθρωποι κλαίνε από χαρά, τους φιλεύουν με ό,τι έχουν. Είναι τα δικά τους παιδιά.
Στην έξοδο από την πόλη τούς μυρίζονται κι οι Ιταλοί κι αρχίζει μάχη. Καθώς υποχωρούν, ο Αγησίλαος τους αντιμετωπίζει όρθιος στη μέση του δρόμου. Οι σφαίρες σφυρίζουν γύρω του, οι άλλοι του φωνάζουν να καλυφθεί μα αυτός δεν ακούει.
- Χέσ' τους καημένε, λέει, κρεμάει περιφρονητικά το όπλο του στον ώμο και απομακρύνεται με το πάσο του.
Μετά τρεις μήνες, λίγο πριν αρχίσει η γνωστή μάχη στο Κρίκελο οι αντάρτες κρυμμένοι περιμένουν στην ενέδρα που έχουν στήσει σε ένα ιταλικό τάγμα. Ξαφνικά βλέπουν να έρχεται μόνος ένας έφιππος Ιταλός στρατιώτης ανιχνευτής. Οι αντάρτες λιμπίζονται το υπέροχο άλογο αλλά δεν κουνιούνται μην ξέροντας σε πόση απόσταση είναι η ιταλική δύναμη. Ο Αγησίλαος σηκώνεται από το ταμπούρι του, αφήνει το όπλο του, πάει ακάλυπτος, πιάνει το άλογο από το χαλινάρι, το σταματάει και λέει στον Ιταλό σε άπταιστα ελληνικά:
- Κατέβα κάτω, ρε.
Όταν προς το τέλος της Αντίστασης τα πολιτικά μίση άναψαν, έστειλαν τον Αγησίλαο στον Προυσσό υπεύθυνο σε ένα στρατόπεδο συλληφθέντων «προδοτών», «αντιδραστικών», κλπ. Ο Αγησίλαος συγκέντρωσε τους κρατούμενους, έβγαλε έναν λόγο που κανείς δεν κατάλαβε τι ήθελε να πει και τους έστειλε πίσω στα χωριά τους. Έτσι βρέθηκε κυνηγημένος αυτός από τους συντρόφους του.