ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΑΓΑΠΑΜΕ ΤΟΥΣ... ΠΡΟΣΦΥΓΕΣ
Συγκεκριμένα πράγματα. Η φάση. Δεν τους αρέσει το φαγητό και για πλάκα κάνουνε μπουρδέλο το χώρο φιλοξενίας τους. Της πουτάνας το μαγκάλι. Φυλακίζουν και γυναίκες υπαλλήλους, Ελληνίδες, που εργάζονται εκεί. Δεν τις επέτρεψαν να επιστρέψουν σπίτι τους, στα παιδιά τους. Υπ' όψιν ότι οι εργαζόμενες κυρίες αμείβονται με 500 ευρώ μηνιαίως, οι δε πρόσφυγες ο καθένας παίρνει 450 ευρουδάκια. Πέρα από το κόστος διαμονής, διατροφής κ.α.
Εγώ το παίζω το στοίχημα, βέβαια με απόδοση του μπουκ που με συμφέρει. Αν θα μπουκάρουν 100, 200, 300, 400 μαζί στα γύρω σπίτια Ελλήνων. Αν συμβεί αυτό ποιος να τους σταματήσει; Ποιος; Ποιοι; .
Πήγε η αστυνομία, δηλαδή ένας μπάτσος στον τελευταίο τσαμπουκά. Με τις κλειδωμένες γυναίκες. Ένας Αφγανός με την κάμερα στο χέρι πλησιάζει το όργανο της… τάξης και τον απειλεί φόρα παρτίδα μπροστά σ’ όλους:
- Σε ''γράφω'', μη τολμήσεις να πεις τίποτα, δεν με ξέρεις, δεν σε ξέρω, αν μιλήσεις, την πούτσισες, σε ''γράφω''…
Κότα ο μπάτσος. Λυράτη. Κι εγώ να ήμουν στη θέση του, το ίδιο χέστηκα θα ξηγιόμουνα, όπως ακριβώς με θέλει η υπηρεσία, η κυβέρνηση. Να, η απάντηση του Έλληνα πολιτσμάνου στο αφγανικό καθήκι:
- Εγώ, παιδιά, ήρθα να δω αν μπορώ να βοηθήσω…, αν χρειάζεστε τίποτα…
Το στοίχημα να είναι σπαστό. Τόσα θα κερδίσω αν ποντάρω ότι το μουσουλμανικό γιουρούσι θα γίνει σ ένα μήνα, τόσα σε τρεις μήνες. Με τόση απόδοση ο μπουκ σ’ αυτή την περίπτωση, άλλο στοίχημα αν η μπούκα γίνει σε πέντε οικίες, σ' ένα χωριό. Όλα είναι πιθανά, όλα παίζουν.
Διαβαστε ακομα: