Η ΛΟΛΙΤΑ ΚΑΙ Η ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΙ
Έχω μπροστά μου τα εκατό καλύτερα βιβλία που γράφτηκαν τα τελευταία εκατό χρόνια. Στον καιρό σας, δηλαδή. Διακοπή επιτόπου…
…Σε θέλω καθαρό πριν αρχίσεις να διαβάζεις το σεντόνι. Και ανυποψίαστο. Να μη ξέρεις ποιο θέμα θα πιάσουμε σήμερα. Να μη ξέρεις. Αυτό, άλλωστε, είναι το μέγα νόημα του κατεβατού την Κυριακή. Βλέπεις ένα γραφτό γκωνάρι σκέτο, με περισσότερες από 2.000 λέξεις κι έναν τίτλο. Μονάχα. Τίποτα περισσότερο. Χωρίς φωτογραφία, καμία εικονογράφηση το κείμενο. Γιατί; Είπαμε.
Να μη ξέρεις τι θα διαβάσεις. Το καλύτερο να φτάνεις μέχρι τις τελευταίες αράδες και ο αποδυτηριάκιας να μη σου έχει καρφώσει ακόμα το στιλέτο στην καρδιά του θέματος.
Σεντόνι αποδυτηριάκια. Δεν γνωρίζεις τι σε περιμένει. Σήμερα ξεκίνησα με τα εκατό καλύτερα βιβλία τα τελευταία εκατό χρόνια. Τι είναι τούτο; Τι κρύβει. Πού θα με στείλει ο αποδυτηριάκιας; Δεν ξέρεις. Κανένα πρόβλημα. Το κακό είναι το άλλο. Να ενεργοποιηθούν εκείνα τα συγκεκριμένα εγκεφαλικά σου κύτταρα, όσο ρουφάς το σεντόνι, προκειμένου να συλλάβεις το νόημα του αποδυτηριάκια, και στο φινάλε αυτός να σε απογοητεύσει.
Διαβάζεις ένα βιβλίο με το οποίο σε ταξίδευσε μέχρι την τελευταία σελίδα και στο τέλος καταλήγεις 1Χ2. Ένα από τα τρία. Ένα, σε κέρδισε το διάβασμα, και οι άγνωστοι σε σένα ήρωες του μυθιστορήματος, όπως η εντελώς ξένη και άσχετη με σένα ιστορία του. Όλα αυτά τα πέρασαν μέσα σου βαθειά. Και το βιβλίο σαν πανάκριβο κειμήλιο το τοποθετείς μετά σε μια φίνα γωνία στο ράφι της βιβλιοθήκης σου. Δυο, να πεις ότι δεν άξιζε να χάσεις το χρόνο σου μ’ αυτή την ανοησία που διάβασες. Και το τρίτο, το «Χ», διότι είπαμε ότι η δουλειά είναι 1Χ2, ούτε κρύο, ούτε ζέστη το βιβλίο.
Το σεντόνι του αποδυτηριάκια είναι βουβό. Χωρίς τσιριτσάντζουλες. Τραβηκτικούς τίτλους, βασικούς και μεσότιτλους, και φωτογραφίες που κερδίζουν το μάτι αναγνώστη. Σε καλεί να διαβάσεις το σεντόνι σα να 'ναι ένα μίνι βιβλίο. Με άγνωστη υπόθεση. Ερωτική ή αστυνομική. Με περιεχόμενο φιλοσοφικό ή θρησκευτικό. Με ασπίδες πολέμου ή, μπάλες ποδοσφαίρου. Και είπαμε. Στόχος είναι κάτι να σου αφήσει όταν τελειώσεις την ανάγνωση. Το ερώτημα…
…Πόσα από τα 100 καλύτερα βιβλία κλασικών συγγραφέων ή βιβλία με κλασικά έργα, έχεις διαβάσει, κυρία μου και κύριέ μου; Δυο, μήπως. Πέντε, ίσως. Δέκα, πιθανόν. Πόσα; Εδώ φαίνεται η φτώχεια σου. Εδώ, κύριε μαλάκα μου, βγαίνει η ποιότητα ζωής σου. Το πόσο σ' ενδιαφέρει ο εαυτός σου. Να μην πηγαίνεις άδειο τραίνο και να γυρίζεις πίσω άδειο πάλι.
Το καλό βιβλίο είναι στάνταρ. Έχει μέσα του τη σιγουριά του καλού. Και την ασφάλεια της διαχρονικότητας. Δεν υπάρχει ηλικία στο καλό βιβλίο, στο βιβλίο κλάσεως. Γι’ αυτό, άλλωστε, το λένε κλασικό, διότι αντέχει στο χρόνο. Η αξία δεν παίζει χρηματιστηριακά είτε το διαβάσεις πριν από εκατό χρόνια, είτε μετά από εκατό χρόνια. Επειδή οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Όσο κι αν αλλάξουν οι εποχές, το δίποδο θα συνεχίσει να πονάει για τα ίδια πράγματα. Να έχει τις ίδιες αγωνίες. Και να’ ναι το ίδιο σκληρός, το ίδιο ευαίσθητος.
Το καλό βιβλίο. Λάθος. Δεν υπάρχουν καλά και κακά βιβλία. Υπάρχουν βιβλία που έχουν μείνει και βιβλία που περνάνε στο ντούκου. Υπάρχουν, δηλαδή, και έργα συγγραφέων που δεν είναι αριστουργήματα, που δεν βραβεύτηκαν, αμφισβητούμενα λογοτεχνικά, ακόμα και απορριπτέα, που αξίζουν, όμως… Επειδή αυτές οι δημιουργίες οι μυθιστορηματικές μίλησαν περισσότερο στην παγκόσμια συνείδηση γι’ αυτό που λέγεται πίστη, προδοσία, αφοσίωση, θυσία, ευγνωμοσύνη, ανταπόδοση, εκδίκηση, τιμωρία, κακία, δολιότητα, αγάπη, αυταπάρνηση.
Το ζώο δεν μπορεί να διαβάσει. Στα παπάρια του ο Τολστόι και ο Προύστ, ο Κάφκα και ο Όργουελ, ο Ουγκώ και ο Στάϊμπεκ. Τι να πουν στο τετράποδο ο Ντοστογιέφσκι και ο Ζολά; Ο Ντίκενς και η Μπροντέ; Ουδείς Θεός και ποιητής, ο πιο σοφός και ο πιο μεγαλύτερος επιστήμων είναι σε θέση να αλλάξει οτιδήποτε στον κόσμο των ζώων, ακόμα κι αν αυτά μπορούσαν να διαβάσουν, να συγκινηθούν από τη μαγεία της μουσικής. Το ίδιο ισχύει και με το ανθρώπινο είδος, που δεν επιδέχεται αλλαγές και κάθε είδους επηρεασμούς και διαφοροποιήσεις από το βιβλίο, το καλό βιβλίο. Και γενικώτερα από την τέχνη, τη δυναμική της τέχνης. Μίλησα για το ''ανθρώπινο είδος'', αν το έπιασες, όχι για τον άνθρωπο, δηλαδή για το ένα άτομο.
Το βιβλίο είναι απόλαυση. Προσφέρει ηδονή. Και χαλαρότητα. Πρόκειται για προσωπική διαδικασία η ανάγνωση ενός επιλεγμένου έργου. Ξανά μανά ρωτάω, για να μη ξεχνιόμαστε. Πόσα από τα εκατό βιβλία πρώτης γραμμής έχεις διαβάσει; Εδώ είμαστε.
Το σεντόνι αυτό γράφεται με αφορμή, όπως πληροφορήθηκα, το 5ο συνέδριο των Ελλήνων bookcrossers, που επρόκειτο γίνει αυτές τις ημέρες στην Θεσσαλονίκη. Τι είναι αυτό το κόλπο, το bookcrossing, που στην Ελλάδα ξεκίνησε από την Λάρισα πριν από πέντε χρόνια και απλώθηκε σ’ όλη τη χώρα με 5.500 μέλη μέχρι σήμερα; Είναι ένα είδος ακτιβισμού, μια κοινότητα ανθρώπων, που έχουν ασπασθεί το σύνθημα Τα Βιβλία Ταξιδεύουν Ελεύθερα. Κι αυτό που κάνουν είναι να «απελευθερώνουν» βιβλία τους, αφήνοντας τα σε συγκεκριμένα σημεία σε δημόσιους χώρους. Διαβάζεις ένα βιβλίο και μετά το στέλνεις ταξίδι… Μακριά από τη βιβλιοθήκη σου ή όπου αλλού στοιβάζεις βιβλία. Αναφέρω την ιστοσελίδα τους, www.bookcrossing.com.
Χιλιάδες βιβλία τυπώνονται κάθε ημέρα σ’ όλον τον κόσμο. Μας είναι αδιάφορο. Δεν μιλάμε αέρα πατέρα για την ανάγκη της βιβλιοφιλίας. Μιλάμε για εκείνα τα απαραίτητα, το τονίζω αυτό, τα απαραίτητα βιβλία, η άγνοια των οποίων είναι μείζον έλλειμμα. Δεν μπορείς να βγεις στον κόσμο, να συνεχίζεις να κυκλοφορείς στη ζωή, χωρίς να γνωρίσεις τον άνθρωπο, τους ανθρώπους, δηλαδή τον ίδιον σου τον εαυτό. Ε, αυτό θα το καταφέρεις, με τον πιο ιδανικό τρόπο, με το οπλοστάσιο των μεγάλων έργων, εκείνων των βιβλίων που έχουν υπογράψει κάποιοι γίγαντες. Άτομα πολύ προχωρημένα, που για πάρτη σου, έτσι να το βλέπεις, είχαν περάσει από αξονική τη ζωή και είχαν την ικανότητα μέσα από τις ιστορίες τους να καταγράψουν την ανθρώπινη ψυχή, όπως αυτή υποφέρει, όπως παθιάζεται, όπως κομματιάζεται και γελοιοποιείται.
Άννα Καρένινα, του Λέοντος Τολστόι. Μη λέμε πολλά. Και, βέβαια, μην πούμε τίποτα για την υπόθεση του έργου. Αρκεί μόνο ότι πρέπει να το διαβάσεις το βιβλίο. Γιατί είναι μια ιστορία μέσα στη ζωή. Καθημερινή. Παντοτινή. Και την Λολίτα του Βλαντιμίρ Ναμπόκωφ. Το πουτανάκι αυτό, η Λολίτα, το πιτσιρίκι αυτό. Και την Έμμα, της Τζαίην Ώστιν. Πιάσαμε έργα που είναι τιτλοφορημένα με ονόματα γυναικών. Γυναικών που έχουν ταυτιστεί με μια συγκεκριμένη διάσταση της αιώνιας γυναίκας. Καρένινα, Λολίτα, Έμμα και, άλλη αυτή, Μαντάμ Μποβαρί, του Γκυστάβ Φλωμπέρ.
Επιμένω. Οφείλεις να κάνεις τη βουτιά σου σε κάποια, ανέφερα ήδη κάποια απ’ αυτά, βιβλία που και τον προσεχή αιώνα θα συνεχίζουν να λειτουργούν το σύμβολο, το μύθο τους.
Δαυϊδ Κόπερφηλντ, του Τσάρλς Ντίκενς. Κόμης Μοντεχρήστος, του Αλέξανδρου Δουμά. Ο Φρανκενσταϊν, της Μαίρης Σέλαιη. Αδελφοί Καραμαζώφ, του Φιοντόρ Ντοστογιέφγκι. Ο Ηγεμόνας, του Νικολό Μακιαβέλι. Το πορτραίτο του Ντόριαν Γκραίη, του Όσκαρ Ουαϊλντ. Ο Εραστής της Λαίδης Τσάτερλυ, του Ντ. Χ. Λώρενς.
Μη πει κανείς ότι έβαλα στη λίστα και έργα που γράφτηκαν πριν από τα τελευταία εκατό χρόνια. Εντάξει, το έκανα, περισσότερο για να τονίσω την αμέλεια του μέσου ανθρώπου να μην πλησιάζει τα μεγάλα συγγραφικά έργα, τα μεγάλα μουσικά έργα, το μεγάλο θέατρο, τη μεγάλη ποίηση. Γι’ αυτό, λοιπόν, ανέφερα και βιβλία τόσο θρυλικά, με τόσο υψηλή αναγνωρισιμότητα, για να τονίσω, επαναλαμβάνω, την απουσία επαφής μαζι τους.
Που πας, κύριε; Έχεις άποψη γι’ αυτό και για το άλλο δίχως να έχεις διαβάσει τη Φάρμα των Ζώων του Τζώρτζ Οργουελ και το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε; Σε παρακαλώ. Στέκεσαι όρθιος μαλάκας στην ηλιθιότητα της τηλεόρασης και δεν διαθέτεις χρόνο στην ευδαιμονία που μπορεί να κερδίσεις από την ανάγνωση ενός βιβλίου; Και τι ξέρεις από τη ζωή πραγματικά όταν δεν έχεις διαβάσει τον Θάνατο του Εμποράκου, του Άρθουρ Μύλερ και Το Ημερολόγιο ενός Τρελού, του Νικολάϊ Γκόγκολ. Έτσι, στην τύχη, αναφέρω τίτλους έργων.
Το παραμύθι του παππού. Ποιος καλός βασιλιάς και ποια κακή μάγισσα. Έλα, ρε. Να έχεις ξεπεράσει δεκαετίες την παιδική ηλικία και ακόμα είσαι στο παραμύθι, ότι η μάγισσα είναι καριόλα, ο βασιλιάς, ο παπάς, ο ήρωας είναι καλός. Αυτό που γουστάρει ο πιτσιρικάς, το εγγονάκι, δεν είναι αυτή η ίδια η ιστορία του παραμυθιού, με οπωσδήποτε καλό τέλος, που την έχει δουλέψει η αιώνια φαντασία όλων των πολιτισμών. Μετά το εισαγωγικό ''Μια φορά κι έναν καιρό... '' που προετοιμάζει την πεντακάθαρη σκέψη του πιτσιρικά, αρχίζει να μετράει η αφήγηση του παραμυθιού, αυτή είναι που κερδίζει τον παρθενικό ακόμα ακροατή. Ο άνθρωπος, από τη νηπιακή ηλικία μέχρι τα βαθειά του γεράματα, γαληνεύει και γοητεύεται από τη διήγηση μιας ιστορίας, περισσότερο αν αυτή είναι φανταστική, παρά πραγματική, παρά αληθινή. Και όσο πιο παλιά είναι η ιστορία, όσο ανήκει σε πιο μακρινό παρελθόν, ακόμα και σε πεπερασμένους, σε σβησμένους, σε σταματημένους χρονικά αιώνες, τόσο περισσότερο κερδίζει τον ακροατή.
Το σινεμά. Φτιάχτηκε μετά τη γέννηση και τη μεγάλη πορεία του βιβλίου. Και γιατί πέτυχε ο κινηματογράφος; Κάνει αυτό ακριβώς που κάνει και το βιβλίο. Σου λέει ιστορίες. Και τις δείχνει κιόλας με εικόνες. Ιστορίες παραμυθένιες. Ακόμα και τις αληθινές ιστορίες ο σινεμάς στις πασάρει με τους κανόνες του παραμυθιού του παππού.
Δόκτωρ Τζέκυλ και Μίστερ Χαϋντ, του Ρόμπερτ Λιουϊς Στήβενσον. Η Χαμένη Τιμή της Κατερίνας Μπλούμ, του Χαϊνριχ Μπελ. Ο Γέρος και η Θάλασσα, του Ερνεστ Χεμινγουαιη. Η Αβάστακτη Ελαφρότητα του Είναι, του Μίλαν Κουντέρα. Θάνατος στη Βενετία, του Τόμας Μαν. Μπαίμπυ Ντολ, του Τενεσύ Ουϊλιαμς. Θες κι άλλα; Δεν χρειάζεται να φθάσεις στο νούμερο εκατό. Όταν είσαι μείον, στο μηδέν, άντε από τα τρία μέχρι το επτά, πρώτα διπλασίασε το προσωπικό σου σκορ και μετά τα ξαναλέμε. Κι όταν τα ξαναπούμε θα είσαι πιο απαιτητικός. Και πιο εύκολος αναγνώστης του σεντονιού. Χαίρετε.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ το 2010