ΟΙ ΑΛΛΟΙ ΘΕΟΙ ΕΙΝΑΙ ΤΗΣ ΠΛΑΚΑΣ
Πάσχα. Με φινάλε στο έργο την Ανάσταση. Σοβαρά; Δεν υπάρχει καμιά ανάσταση. Αυτό λέει ο αποδυτηριάκιας. Ποια ανάσταση; Για να υπάρξει ανάσταση πρέπει να έχει προηγηθεί θάνατος. Για μένα, όμως, δεν υπάρχει θάνατος. Και πώς να υπάρχει θάνατος, αφού δεν υπάρχει ζωή. Η ζωή, ο θάνατος, η ανάσταση, ο παράδεισος, η κόλαση. Όλα αυτά είναι παραμύθια. Όπως στο λέω. Παραμύθια, τα οποία είναι απαραίτητα. Και χρήσιμα. Άμα, όμως, τα ψάξεις θα δεις πολύ εύκολα ότι δεν αντέχουν στη λογική.
Εσύ, δηλαδή, νομίζεις ότι υπάρχεις; Όχι, κύριε. Νομίζεις ότι υπάρχεις, ότι είσαι πραγματικότητα. Νομίζεις. Κατ' αρχήν δεν ανήκεις στον εαυτό σου. Ούτε ήρθες στη ζωή με τη θέλησή σου, ούτε με τη δική σου απόφαση δεν θα πεθάνεις. Και, βέβαια, εσύ δεν θα αποφασίζεις για τα σημαντικά πράγματα που αφορούν τον «εαυτό» σου και ό,τι σε περιβάλλει.
Και μόνο που ανοίγει κάποιος μια τέτοια κουβέντα δικαιολογεί το γιγάντωμα και την αναγκαιότητα της θρησκείας στον άνθρωπο. Πάντα ο άνθρωπος και μόνον ο άνθρωπος ήταν θρησκευόμενος. Από το φόβο, βέβαια. Ο φόβος του θανάτου κι όχι τόσο η αγάπη για τη ζωή είναι που γεννήθηκαν και φτιάχτηκαν θεοί και θρησκείες. Είναι τόσο ανύπαρκτος ο άνθρωπος που δεν ξέρει, δεν μπορεί να ξέρει γιατί δεν θέλει να πεθάνει.
Υπάρχουν άλλα πλάσματα στον πλανήτη που θέλουν να πεθάνουν όταν έρθει η ώρα τους. Προετοιμάζονται για το θάνατό τους. Και χωρίς να έχουν πλάι τους, τη στιγμή που θα σταματήσουν να αναπνέουν κάποιον να τους εξομολογήσει, να τους πάρει τα κρίμματά τους.
Κι όσες θρησκείες έφτιαξε ο άνθρωπος, καμιά δεν του έδωσε την πιο απλή απάντηση, στο πιο απλό ερώτημα: Γιατί ζούμε, γιατί υπάρχουμε. Δεν υπάρχει απάντηση. Γιατί δεν υπάρχουν οι άνθρωποι. Νομίζουν ότι υπάρχουν οι άνθρωποι. Έτσι νομίζουν. Πως δουλεύουν, βλέπουν τηλεόραση, τρώνε, πάνε γήπεδο, πλατεία, ταβέρνα, παίζουν στοίχημα, ψηφίζουν. Παραμύθια. Δεν υπάρχουν τέτοια πράγματα. Κι αν, όμως, υπάρχουν είναι σα να μην υπάρχουν. Και τι έγινε, δηλαδή, που κάποιοι κοιμούνται και ξυπνάνε και μέχρι να ξανακοιμηθούν κάνουν ό,τι κάνουν; Ποιο, δηλαδή, είναι το νόημα που γεννιέται ένας άνθρωπος ή ένας κροταλίας κι ένας πελαργός; Δεν υπάρχει απάντηση. Κανένας δεν μπορεί να δώσει απάντηση. Στο γιατί «υπάρχεις» αν δεχθούμε ότι υπάρχεις.
Γιατί υπάρχεις; Και τι θα χάσει η φύση, τι θα στερηθεί αν δεν υπάρχεις; Θα τα βάψουν μαύρα τα ποτάμια και τα βουνά; Θα στεναχωρηθεί η θάλασσα και θα φουσκώσει από τον καημό της γιατί δεν γεννήθηκε, γιατί πέθανε κι ο συχαμένος οπαδός της ομάδας σου; Δεν υπάρχεις. Το ξέρω ότι είναι απίθανο να το συνειδητοποιήσεις αυτό. Διότι μιλάς και ακούς τη φωνή σου, διότι βλέπεις στον καθρέπτη τη φάτσα σου. Κι όμως. Δεν υπάρχεις. Είναι σα να μην υπάρχεις έστω κι αν έχεις όνειρα, φαντασία, περπατάς, γυμνάζεσαι, πηδας, συζητάς.
Δεν μου λες σε παρακαλώ. Σ' ενδιαφέρει εσένα αν αυτή την ώρα στη Σομαλία κυκλοφορούν δυο σκουλήκια και τέσσερις κάμπιες; Και την ίδια στιγμή κάνουν έρωτα δυο ελέφαντες στη Μαδαγασκάρη. Δεν υπάρχεις. Η γέννησή σου κι ο θάνατός σου δεν θα καταγραφούν, όπως δεν υπάρχουν πουθενά καταγεγραμμένοι οι θάνατοι τρισεκατομμυρίων ανθρώπων, καβουριών, χελιδονιών, ροφών, που υποτίθεται ότι εδώ και δισεκατομμύρια χρόνια γεννιούνται και πεθαίνουν, ενώ στην πραγματικότητα ποτέ δεν είχαν γεννηθεί και γι’ αυτό ποτέ δεν πέθαναν. Υπήρχαν, βέβαια, οι αντιλόπες, οι ύαινες, οι αρουραίοι, οι γύπες, οι άνθρωποι, αράπηδες, κιτρινιάρηδες, ασπρουλιάρηδες, όμως είτε υπήρξαν είτε δεν υπήρξαν το ίδιο και το αυτό είναι. Κανείς ποτέ δεν θα πει Γιατί γεννιέται ένα πλάσμα και γιατί πεθαίνει. Αν, βέβαια, δεχθούμε ότι γεννιέται και πεθαίνει.
Ποια ανάσταση; Και πέθανε, λέει, για να αναστηθεί. Δεν πέθανε για να πεθάνει. Εντάξει, αναστήθηκε. Γιατί, όμως. Δεν ομιλώ για τον Χριστό. Δεν ήταν μόνον ο Χριστός αυτός που πέθανε και αναστήθηκε. Αυτό το έργο παίχθηκε κι από άλλους. Έτσι τον θέλει τον θεό του ο άνθρωπος. Δεν μπορεί ο άνθρωπος να δεχθεί ότι είναι ανύπαρκτος, ότι δεν υπάρχει. Υπάρχω, σου λέει, και δεν υπάρχει μεγαλύτερη απόδειξη ότι υπάρχω από το να πείσω τον «εαυτό» μου ότι με έφτιαξε ο κάποιος δημιουργός. Δεν έφτασε ακόμα στο θράσος να πει ο άνθρωπος ότι φτιάχτηκε μόνος του. Όχι αυτό ακόμα..
Ποιος τον έφτιαξε τον άνθρωπο; Κάποια ανώτερη δύναμη, σου λέει. Βεβαίως. Μια δύναμη τόσο μεγάλη που μπορεί να πεθαίνει και να ανασταίνεται. Το πιο σωστό, όμως, θα ήταν ο άνθρωπος να μην ασχολείται με το υπερπέραν. Με πέραν του πέρατος. Ούτε θεούς να έφτιαχνε, ούτε δαίμονες. Άσε αυτά, ρε. Δεν ξέρεις. Δεν μπορείς να ξέρεις. Ούτε και θα μάθεις ποτέ.
Είναι ασεβής ο άνθρωπος όταν ομιλεί για θεό. Και γι’ αυτό τιμωρείται – ο άνθρωπος τιμωρείται με το να μην του επιτρέπεται να ζει εν ειρήνη. Γιατί;, κύριε άνθρωπε, φτιάχνεις θεούς; Τους ρώτησες τους θεούς, τον θεό; Μας τα είπανε οι προφήτες. Παραμύθια σας είπανε. Δεν λέω ψέματα, ότι ήντουσαν απατεώνες, παγαπόντηδες. Έτσι τους ήρθε η έμπνευση, η επιφοίτηση του αγίου, λέει, πνεύματος.
Είναι φοβερό αυτό που συμβαίνει εκατομμύρια χρόνια. Δεν έχει σταματήσει ο άνθρωπος, ο χέστης ο άνθρωπος να αποδέχεται θεούς. Χωρίς να ξέρει ποιος τον έφτιαξε ό,τι έβρισκε πρόχειρα μπροστά του το προσκυνούσε και το λάτρευε. Μέχρι και τη βροχή θεοποίησε, τη βροντή, τον ήλιο, τον κεραυνό, ποτάμια, βουνά, θάλασσες, ζώα ό,τι θέλεις είχαν γίνει θεοί και θεότητες για το δίποδο.
Γι’ αυτό σου λέω ότι δεν υπάρχει πιο ασεβές πλάσμα από τον άνθρωπο. Τα βουβάλια, τα κατσίκια, οι τσιπούρες, οι γαρίδες, οι μέλισσες, ένα σωρό άλλα πλάσματα ποτέ δεν έφτιαξαν θεούς, ούτε εκκλησίες, ποτέ δεν έσφαξαν για το θεό, δεν θυσίασαν άλλες ζωές, ποτέ δεν ασχολήθηκαν με κεριά, λιβάνια, λιτανείες, μ’ όλα αυτά που ικανοποιούν, λέει, τον δημιουργό.
Δεν μπορεί, βρε, ανόητε άνθρωπε, να μου λες ότι ο θεός, οι θεοί είναι μια στον Όλυμπο, μια στο όρος Αραράτ, πότε στο Θιβέτ, πότε στις Άλπεις και πότε στις Άνδεις. Θα μας τρελάνεις. Τι τον πέρασες τον θεό, σαν κάτι που ψάχνεις τις μικρές αγγελίες και π.χ. άμα βρεις το βολικό διαμέρισμα τρέχεις να το αγοράσεις.
Και, τελικά, ούτε με τις θρησκείες γίνεται καλύτερος ο άνθρωπος. Να γίνει συνετός, ευσεβής και καθαρός απέναντι στις όποιες – άγνωστες σ’ αυτόν – θεϊκές δυνάμεις. Όχι μόνο με ψηλά τα χέρια αποδέχεται τις θρησκείες για να κάνει τη δουλειά του ο άνθρωπος, αλλά και φανατίζεται μ’ αυτές, λες και ο θεός είναι η ποδοσφαιρική ομάδα της αρεσκείας του. Πώς, δηλαδή, σου λέει ότι η ομάδα μου είναι η καλύτερη, η μεγαλύτερη, έτσι λέει για τον δικό του θεό, αυτός είναι ο αληθινός κι όλοι οι άλλοι θεοί είναι της πλάκας ιστορία.
Διαβάστε ακόμα: