Ο ΚΟΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ Η ΑΝΑΤΟΛΗ, Η ΨΥΧΗ ΜΟΥ ΑΝΗΚΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ
Παρακολουθεί τον αγαπημένο του σκύλο που έχει προσβληθεί από λύσα και πονάει, υποφέρει και ο ίδιος, ίσως περισσότερο. Το ζώο τρέμει ολόκληρο, το κορμί του δεν αντέχει την αρρώστια, αφροί βγαίνουν από το στόμα του. Ο άνδρας πλησιάζει με σπαραγμό τον αγαπημένο του φίλο, τον σκύλο του, που δέχεται τις περιποιήσεις του αφεντικού χωρίς να τον δαγκώσει.
Ο σκύλος πέθανε και ο έφηβος λόρδος τον έθαψε σ’ ένα μοναστήρι που βρισκόταν στο απέραντο κτήμα του. Κι όταν μετά από λίγα χρόνια ήρθε και του λόρδου η σειρά να πεθάνει, ετοιμοθάνατος επάνω στο κρεβάτι του αβάστακτου πόνου και του αξεπέραστου πυρετού, είχε προλάβει να πει την επιθυμία του. Να θαφτεί δίπλα στον σκύλο του. Χωρίς θρησκευτική κηδεία, διότι ήταν άθεος, στην Αγγλία να θάψουν το σώμα του, όχι και την καρδιά του, αυτήν την έχωσαν στο χώμα που έκανε έναν γλυκό ίσκιο κάτω από ένα δένδρο του Μεσολογγίου.
Έτσι για την Ιστορία να πούμε ότι η τελευταία επιθυμία του μέγιστου ποιητή της εποχής του, του μεγαλύτερου ποιητή του αιώνα του, ήταν να «αναπαυθεί» εκεί που γούσταρε, κι αυτή η επιθυμία του μεγάλου νεκρού δεν πραγματοποιήθηκε διότι ο μίστερ σκατάς επίσκοπος έβαλε βέτο.
Το σεντόνι ανήκει σήμερα στον Μπάυρον που πέθανε σα σήμερα 19 Απριλίου, το 1824. Ο αποδυτηριάκιας δεν έχει καμία διάθεση να μακιγιάρει την αληθινή προσωπικότητα του.Και, βέβαια, δεν θα μιμηθεί εκείνους τους ξεφτύλες που ως λογοτέχνες και συγγραφείς και ιστορικοί επιδιώκουν να βγάλουν μεροκάματο στην προσπάθεια τους να απομυθοποιήσουν τον φιλέλληνα. Σεντόνι δεν είναι μόνο καλύπτω κάποιον, είναι και αποκαλύπτω, και αποκαλύπτω δεν σημαίνει απαραίτητα απομυθοποιώ, δυσφημώ, υβρίζω, μειώνω. Σας παρακαλώ. Έχουμε να κάνουμε με πρόσωπο θεϊκό. Με ολύμπιο πρόσωπο. Με θεό του Ολύμπου, με αδυναμίες γήινες βέβαια, με ελαττώματα, που εύκολα κάποιοι τα βαφτίζουν διαστροφές, ανωμαλίες.
Πριν από 186 χρόνια την επομένη του θανάτου του Λόρδου Μπάυρον τα κανόνια του στρατοπέδου βάρεσαν 37 φορές, μια βολή λίγο μετά την άλλη, όσες ήταν και τα χρόνια της ηλικίας του. Μιλάμε για το θρήνο. Η Ελλάδα του 1824, εκείνη η Ελλάδα των εμφύλιων σπαραγμών, πριν ακόμα τελειώσει η παρτίδα με τον οθωμανό, μια Ελλάδα να την φτύνεις για τη μικρότητα των πολιτικών και των οπλαρχηγών της, αλλά και μια Ελλάδα να την θαυμάζεις για τις αρχιδάρες κάποιων επώνυμων και ανώνυμων αγωνιστών, λέω ότι εκείνη η Ελλάδα έκλαψε με δυο μάτια και πόνο βουβό τον γίγαντα, πρόγονο νορμανδικής καταγωγής ρεμαλιών που είχαν εγκατασταθεί στην Βρετανία μετά τις σταυροφορίες.
Μεγάλη τιμή για τους Έλληνες και για την Ελλάδα της τουρκοκρατίας που της δόθηκε, που της αφοσιώθηκε αυτός ο μέγας, ο κορυφαίος επαναστάτης της Ευρώπης. Αυτό δεν το έχει πει κανένας. Αυτό το λέει σήμερα ο αποδυτηριάκιας. Μάλιστα, κύριε. Είναι τιμή για την Ελλάδα, όχι την αρχαία, όχι την Ελλάδα των κλασικών χρόνων, όχι της Ελλάδος της ποίησης και της φιλοσοφίας, όχι την Ελλάδα των τεχνών και του πνεύματος, αλλά την Ελλάδα της λεχριτοσύνης, την Ελλάδα των 400 χρόνων προσκυνημένης στον κωλομπαρά Ασιάτη, λέω ότι είναι τιμή για την Ελλάδα του 19ου αιώνα να δώσει για πάρτη της τη ζωή του ένας πλούσιος και αριστοκράτης και κάργα ένθερμος υποστηρικτής των μηνυμάτων της Γαλλικής Επανάστασης.
Ποιος Τσε Γκεβάρα; Ελάτε τώρα. Τον Τσε, χωρίς να θέλω να κάνω κάποιον υπαινιγμό για τη γνησιότητα της δικής του θυσίας, τον θρυλοποίησε από τη μια το σύστημα, και μέσα στο σύστημα παίζει πάντα η επανάσταση, ο ακτιβισμός, ο ρομαντισμός και η αριστερή προπαγάνδα. Όλα αυτά δεν υπήρχαν επί Βύρωνος, ο οποίος ούτε κάποιο κόμμα εκπροσωπούσε, ούτε κάποια ιδεολογία που εμπορευόταν την εξουσία πολιτικά και κυβερνητικά και πολυεθνικά. Ο γεννηθείς στην Σκωτία τον Ιανουάριο του 1788 Βύρων ήταν ψυχή καλλιτέχνη και λόγω χαρακτήρος έγραφε όλο το σύμπαν στα παπάρια του.
Το σεντόνι σήμερα ανήκει σ’ αυτόν τον μονάκριβο φιλέλληνα. Λόγω 25 Μαρτίου, που υποτίθεται ότι ξεκίνησε η επανάσταση και λόγω του αναμενόμενου Πάσχα, που για τους Έλληνες είναι ταυτισμένο με την ύπαιθρο, την κλεφτουριά, τη φουστανέλλα και την κηδεία του Βύρωνα. Ο «μυλόρδος», όπως τον έλεγαν, ξεψύχησε τη Δεύτερη μέρα του Πάσχα στο Μεσολόγγι. Ώρες ολόκληρες, στα τελευταία του Βύρωνα, η πόλη κρατούσε την αναπνοή της για να μην ενοχλούν τον ετοιμοθάνατο.
Ποτέ άλλοτε η Ελλάς, αυτό που θεωρείται Ελλάς, δεν έκλαψε, δεν πένθησε τόσο πολύ άνθρωπο, όπως αυτόν τον «ξένο» που ταυτίστηκε με την επανάσταση του 1821 όσο κανένας άλλος, στα μάτια της Ευρώπης. Όπως το λέω. Και νοιώθω ότι διαβάζοντάς με σήμερα κάποιοι ίσως να αισθάνονται περίεργα διότι τόσο το ελληνικό σχολείο, όσο γενικά και η ζωή στην Ελλάδα, τον έχουν αδικήσει τον λόρδο. Και πολλοί να σκέπτονται μήπως ο αποδυτηριάκιας υπερβάλλει. Όχι, κύριοι.
Μιλάμε για παλλήκαρο. Αυτός είναι ο Μπάυρον. Ψυχάρα. Ήταν πράγματι πλουσιόπαιδο, ευγενικής καταγωγής. Μια στιγμή. Καταγωγής ευγενικής εννοούμε ότι στο βάθος ζούγκλα καταγόταν από κατσαπλιάδες, από ληστές, από τομάρια του κερατά. Ε, πώς; Για να φθάσεις να αποκτήσεις πύργους και περιουσίες, υπηρέτες και αξιώματα, πρώτα θα χρειαστεί να δουλέψει το σπαθί σου. Ο Βύρων τα βρήκε όλα έτοιμα. Και από πιτσιρικάς έδειξε ότι είναι εκλεκτός. Ένα παιδί αλλοιώτικο, ξεχώριζε για τα πνευματικά του προσόντα και κυρίως για την προσωπική του ακτινοβολία. Μη λέμε πολλά. Δεν ήταν δυνατόν να συναντήσεις τον Βύρωνα και να μη μαγευτείς απ’ αυτόν. Τον είδες μια φορά; Μίλησες μαζί του; Ε, θα τον θυμάσαι σ’ όλη σου τη ζωή.
Και είπαμε. Την κοινωνική του τάξη, την κοσμική ζωή, τα σαλόνια και τις γνωριμίες, όλα αυτά τα έγραφε στα παπάρια του. Τα περιφρονούσε. Κι αν πήγαινε, που πήγαινε βέβαια, σε κάποια δεξίωση στην Αγγλία, το έκανε για να προκαλέσει, να ειρωνευτεί τους αριστοκράτες και, βέβαια, να φλερτάρει κάποια παντρεμένη. Αυτό, άλλωστε, ήταν το αθεράπευτο απωθημένο του, η κοινωνική πρόκληση.
Προσοχή. Μιλάμε για γνήσιο τύπο. Όχι κάποιον που παρίστανε τον δημοκράτη, που συμπονούσε παραμύθι φούρναρης τους φτωχούς και καταφρονεμένους. Σας παρακαλώ. Και για ό,τι έκανε ήταν απόλυτος. Δινόταν ολοκληρωτικά. Αυτό συνέβη και με την επανάσταση, την ελληνική υπόθεση. Ήρθε με δική του αυλή ως στρατάρχης, κανονικίς στρατιωτικός με προσωπικό επιτελείο. Και με λεφτά, μπόλικα λεφτά, ό,τι πακέτο είχε, πρόθυμος να το ξοδεύει για την επανάσταση ενάντια στον οθωμανό. Και ξόδεψε ατέλειωτο χρήμα. Μα, πάνω απ’ όλα το πιο σπουδαίο είναι ότι ήρθε στην Ελλάδα για να πεθάνει.
Αυτή είναι η δική μου σκέψη. Και να μην τον έπιανε η αρρώστεια που τον έστειλε, ήταν γραφτό, μάλλον ήταν επιθυμητό από τον ίδιο να τελειώσει εδώ στην Ελλάδα. Να πέσει σε μάχη. Μ’ αυτό το σκοπό ήρθε. Αυτό μας λέει η όλη του συμπεριφορά. Δεν φοβόταν τον θάνατο. Δεν υπολόγιζε τίποτα κι ας σφύριζαν δίπλα του οι ντουφεκιές.
Δεν πρόκειται για απλό φιλέλληνα, ένας από τους τόσους και ο Βύρωνας. Ούτε τον ξεχώριζες επειδή ήταν ποιητής, επειδή ήταν διάσημος, η και γαμώ Νο1 βεντέτα της Ευρώπης και για την πολιτική και επαναστατική του δράση στην Ιταλία και την Ελλάδα. Ήταν ο ηγέτης του ξεσηκωμού των Ελλήνων. Αποδεκτός απ’ όλους. Σεβαστός απ’ όλους. Η κάθε κλίκα των Ελλήνων, η κάθε παράταξη ήθελε να τον προσεταιριστεί. Κι αυτή ήταν η μεγάλη του απογοήτευση μέχρι το τέλος του. Οι Έλληνες να μη σταματούν να σκοτώνονται μεταξύ τους, να ρουφιανεύουν, να συνωμοτούν. Οι καριόληδες.
Όλα ξεκίνησαν από το δεξί του πόδι. Σακάτης γεννήθηκε. Κούτσαινε. Γι’ αυτό φορούσε από μικρό παιδί ειδικά παπούτσια προκειμένου να μη φαίνεται η αναπηρία του. Γι’ αυτό φορούσε παντελόνια μακριά για να σκεπάζουν το ενισχυμένο τακούνι στο δεξιό του παπούτσι. Και επειδή είχε παραμορφωμένη τη μια πατούσα και ξεβιδωμένο το δεξιό αστράγαλο είχε αποκτήσει αυτή την επιθετική, τη βίαιη συμπεριφορά, ενώ από την άλλη προσπαθούσε να σαγηνεύει τις γυναίκες.
Μέγας εραστής γυναικών ο λόρδος Βύρων. Μακρύτατος ο κατάλογος των ερωμένων του. Εντάξει, πήγαινε και με άνδρες. Και με αγοράκια. Κάποια τα είχε ερωτευθεί κανονικά. Τι να κάνουμε; Να παραγνωρίσουμε τη συμμετοχή του στο ξεσηκωμό, το ότι αποδείχθηκε σε φωτοβόλο κράχτη της επανάστασης και ότι σε μέγιστο βαθμό σ’ αυτόν οφείλεται το κίνημα του φιλελληνισμού που αναπτύχθηκε στην Ευρώπη και να μείνουμε στην παιδεραστία του, στο σοδομισμό του, στην ομοφυλοφιλία του;
Σίγουρα η κουτσάβλα στο ένα πόδι τον έκανε να χρησιμοποιεί όλο το… ποιητικό του ταλέντο για να ρίξει μια γκόμενα. Πρώτον, δύσκολα θα έβρισκες μουνάρα, κάποια πανέμορφη, απ’ όσες είχε ερωτευθεί, απ’ όσες είχε φτιάξει δεσμό. Πατσαβούρες ήταν όλες, όχι κάτι περισσότερο από μετριότητες. Πώς, όμως, να μην πέσουν οι γυναίκες όταν άκουγαν όσα τους έλεγε με το ρομαντισμό και την ευαισθησία του ποιητή. Λόγια που δεν είχαν διαβάσει σε κανένα μυθιστόρημα, τους χάριζε ο Μπάϋρον και οι κυρίες ξετρελαινόντουσαν. Άλλες πλούσιες, ψηλομύτες, άλλες φτωχές, αγρότισσες. Παντρεμένες και άγαμες. Τριαντάρες και 15χρονες.
Δεν μου πάει να γράφω για τον λόρδο Βύρωνα χωρίς να αφιερώσω λίγες αράδες στον κόμη Γκάμπα. Ναι, ένα «άγνωστο» πρόσωπο που θα άξιζε μέσα απ’ αυτό να πλησιάσει κανείς ιστορικά και λογοτεχνικά τον Βύρωνα. Παρένθεση: Σα ροκ σταρ, σαν είδωλο του σινεμά έζησε επτά χρόνια στην Ιταλία ο Βρετανός ποιητής, που από τη μια κινούνταν ανάμεσα στους σελέμπριτυς και από την άλλη, εκείνα τα σκοτεινά χρόνια του Μέτερνιχ, είχε αναπτύξει επαφές με τους επαναστατημένους καρμπονάρους. Στη Βενετία όπου είχε εγκατασταθεί ο Μπάυρον είχε γόνδολα ΙΧ, κυκλοφορούσε με μπράβους και το σπίτι του ήταν γεμάτο με πιθήκους, με παγώνια, με χελώνες, με ό,τι πιο εξαντρίκ. Στο πρόγραμμα πάντα οι γκομενοδουλειές. Μεγάλη καψούρα του η παντρεμένη Λουίζα, αδελφή του Πιέτρο Γκάμπα. Εδώ είμαστε.
Εγκατέλειψε τα πάντα και τους πάντες ο Πέτρο Γκάμπα και ακολούθησε τον Λόρδο Μπάυρον στην Ελλάδα. Έγινε ο πιο κολλητός του, ο γραμματεύς του, ο σύμβουλός του, ο βιογράφος. Όπου πήγαινε, όποιον συναντούσε ο Άγγλος, από κοντά, από δίπλα συνεχώς ο Γκάμπα, ένας άλλος φιλέλλην, αθόρυβος, με ποιότητα και περιεχόμενο.
Στα παπάρια μου αν είχε καψουρευθεί και την ετεροθαλή αδελφή του ο Μπάυρον. Αν ήταν, όπως κι αυτό τον είχαν κατηγορήσει, αιμομίχτης. Εγώ στέκομαι στο μεγαλείο του. Ότι ήταν αληθινά γενναίος, ότι δεν κώλωνε με τίποτα, ότι τα έδωσε όλα, όχι μόνο τα λεφτά του και την ίδια του τη ζωή, για να παλεύει να πείσει τις χαμούρες τους Έλληνες να ενωθούν. Γι’ αυτό ήρθε στην Ελλάδα, άλλωστε. Και είπαμε. Παρ’ ό,τι κουτσός, παρ’ ό,τι αριστοκράτης, δεν ήταν μαμόθρεφτος. Δεν του έβγαινε κανένας στην σκοποβολή και στην ξιφομαχία ήταν άπαικτος.
Καταεντυπωσιάστηκε όταν είχε πρωτοέρθει στην Ελλάδα, τότε 21 χρονών. Πρωτοπήγε στα Γιάννενα και ένοιωσε μεγάλη τιμή αυτή η λέρα ο Αλή Πασάς να τον υποδεχθεί στο… φτωχικό του. Φοβερά πράγματα. Όλα τα λεφτά είναι μια τέτοια συνάντηση. Να είσαι από κοντά, στα δυο μέτρα να βλέπεις Αλή Πασά απέναντι στον Βύρωνα. Και μετά, όταν ανέβηκε στο Σούλι ο λόρδος, έπαθε. Τι είναι τούτοι οι Σουλιώτες, σου λέει. Που ζω εγώ ο μαλάκας στη χλιδή του Λονδίνου και τι αξία έχει αυτό; Κουσουμάριζε τις αγριόφατσες τους Σουλιώτες εκεί ψηλά στα κακοτράχαλα βουνά κι όταν τους είδε να χορεύουν είχε πάρει τις αποφάσεις του. Τέρμα η έκλυτη ζωή. Και οι ασωτείες. Ο κόσμος είναι η Ανατολή. Η ψυχή μου ανήκει στην Ελλάδα.
ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ Απρίλιο 2008
Διαβάστε ακόμα: