ΟΥΤΕ ΕΝΑ ΤΗΛΕΦΩΝΗΜΑ, ΡΕ, ΟΔΥΣΣΕΑ
Προκρούστης. Ποιος μάγκας είναι τούτος; Είναι εκπληκτικό το τι πλαστογραφία έχει πέσει. Ήταν, λέει, αυτός ο Προκρούστης ένας διαβόητος ληστής που δρούσε στην Αττική και πέρασε στην Ιστορία ή τη Μυθολογία, δεν έχει σημασία διότι αυτά τα δύο μπερδεύονται, άλλωστε και η μυθολογία έχει στοιχεία ιστορικά και η ιστορία φορτίζεται με μπόλικο μύθο. Ο εν λόγω μάγκας είναι ιδιαίτερη περίπτωση κακοποιού και δολοφόνου βέβαια. Τον καθένα που τσάκωνε, τον ξάπλωνε στο κρεβάτι και ό,τι περίσσευε το έκοβε. Αν ο συλληφθείς ήταν πιο κοντός από το ράτζο, τον τραβούσε, τον τέντωνε μέχρι να τον φέρει στα ίσα.
Προκρούστης, ένας ακόμα αδικημένος της Ιστορίας ή της Μυθολογίας. Δεν κολλάμε βέβαια γιατί κάποιος, ακόμα και σημαντικός, αδικήθηκε ή παρεξηγήθηκε από τους συνανθρώπους του. Το θέμα είναι άλλο. Πως είναι σκόπιμη πέρα για πέρα η «παρεξήγηση» και η παραποίηση που γίνεται ειδικά σε κάποια πρόσωπα τα οποία είναι επικίνδυνα για τη σκέψη του μέσου ανθρώπου.
Τι είχε μέσα στο μυαλό του, αναρωτιέται ο αποδυτηριάκιας, το εμπνευσμένο άτομο με το όνομα Προκρούστης, που τον υποβιβάσανε σε ληστή και σε ανώμαλο; Τι μαλακία είναι αυτή που του χρεώσανε του φουκαρά χωρίς ποτέ να μας πούνε ποια βιβλία απαγορευμένα διάβαζε και τι ο ίδιος σημείωνε στο τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι που έκοβε τα πόδια όσων ήταν μακρύτεροι ή τους τραβούσε είτε από τους ώμους, είτε από τα πόδια για να τους φέρει μία η άλλη με το κρεβάτι; Μήπως είχε μια μέθοδο δική του και δεν βασάνιζε τα θύματά του; Μήπως χρησιμοποιούσε βότανα και διάφορα φάρμακα για να πετυχαίνει το «ίσιωμα», είτε με αποκοπή, είτε με τέντωμα;
Τον τελειώσανε τον Προκρούστη βγάζοντας τον κακοποιό. Και πανηγυρίζανε οι Αθηναίοι όταν τον καθάρισε ο Θησέας. Μόνον, όμως, άμα είσαι μαλάκας θα μασήσεις το παραμύθι. Πως οι Προκρούστης ήταν ληστής. Μόνον άμα είσαι μαλάκας δεν θα ψαχτείς, γιατί εδώ βρωμάει η δουλειά. Δεν έχεις να κάνεις με ληστή που τον απασχολεί μόνο να βουτήξει τα λεφτά και στα παπάρια του αν ο άλλος είναι μπασκετμπωλίστας και περισσεύει ή είναι νάνος και θέλει επιστημονικό «ψήλωμα».
Περιβόητος ληστής ήταν και ο Σκείρωνας, άλλη περίπτωση αυτή, κάπου ανάμεσα σε Κόρινθο και Μέγαρα. Αυτός υποχρέωνε τα θύματά του να πλένουν τα πόδια του, ώστε εύκολα με μια κλωτσά να τους γκρεμοτσακίζει στη θάλασσα. Και με τον ίδιο τρόπο, λέει, σκότωσε κι αυτόν ο Θησέας. Και τι κατάλαβε έτσι που τον σκότωσε ο παλλήκαρος ο Θησέας; Κατάλαβε τίποτα; Ποιους λόγους, άραγε, είχε ο Σκείρωνας να βάζει να πλένουν τα πόδια του. Τέλος πάντων. Και σ’ αυτόν κρέμασαν την ταμπέλα «Ληστής» και γλυτώσανε κι απ’ αυτόν. Τι γλυτώσανε; Θα το πούμε.
Αν γυρίσουν στο Χόλυγουντ μια ταινία με πρωταγωνιστή τον Προκρούστη πως θα τον παρουσιάσουν; Σαν ένα τέρας. Ενα κτήνος, με άγρια φάτσα, με μανία κατά του ανθρώπινου γένους και θα επιστρατεύσουν τον καλύτερο μακιγιερίστα του Λος Άντζελες για να στολίσει σχετικώς τη φάτσα του ηθοποιού που θα παίξει τον Προκρούστη.
Εγώ, όμως, τον Προκρούστη θα τον έφτιαχνα αλλοιώς σε ταινία. Για μένα ο Προκρούστης είναι ένας στοχαστής βαθύς, λάτρης με ευγένεια και πόνο του ανθρώπινου γένους, έτσι όπως το κατάντησαν οι θρησκείες και οι προκαταλήψεις. Τον φαντάζομαι τον Προκρούστη με γυαλιά χωμένο ανάμεσα στη βιβλιοθήκη του, εκεί στο μυστικό του σπίτι, με άσπρα μαλλιά, με βλέμμα πράο, αλλά αποφασισμένο για δράση και ικανό για ό,τι πιο ακραίο προκειμένου να δαμάσει την ανθρώπινη ψυχή. Δεν το είπα αυτό. Ποιο; Πως το όνομά του δεν ήταν σκέτο Προκρούστης. Είχε δύο ονόματα. Προκρούστης ή Δαμάστης.
Μια ζωή ο άλλος είναι μειοψηφία στο πέντε και στο οκτώ τα εκατό και έχει την απαίτηση να γίνεται εκείνο που αυτός θέλει. Δεν είναι τρομερό αυτό; Δεν είναι θηριωδία τούτο; Να είσαι η γκραν σουξέ μειοψηφία της μειοψηφίας και να απαιτείς να ακολουθήσουμε όλοι οι άλλοι, διότι έρχεσαι και μας λες ότι εσύ αποτελείς το σωστό, εσύ εκφράζεις το ωφέλιμο, εσύ έχεις ήρωες, εσύ έχεις να παρουσιάσεις μελέτες, από φιλοσόφους και στοχαστές για το πώς πρέπει να ζούμε, να κυβερνηθούμε.
Ο Προκρούστης ήθελε κι αυτός να δει αν οι άνθρωποι μπορούν να ζήσουν στα ίδια μέτρα και σταθμά, αλλά δεν ήταν ιδεολόγος, ούτε οραματιστής. Όχι τέτοια πράγματα. Ο Προκρούστης ήταν ληστής, ναι, ναι, ναι, αυτό ήταν, και γυρνούσε τις νύχτες στους δρόμους, να την πέσει σε κανένα αθώο θύμα κι όχι ότι ξενυχτούσε δίπλα στο λυχνάρι γράφοντας με το καλαμάρι τις επιστημονικές του διαπιστώσεις, τις οποίες εσείς, παλιοκαθάρματα, βουτήξατε για να μην τις μάθουμε ποτέ.
Σε ποιον τα λέτε αυτά, ρε; Σε ποιους απευθύνεστε, ρε, όταν σερβίρετε τέτοια παραμύθια; Πλούσιος και εισοδηματίας ήταν ο Προκρούστης, γιος μεγαλοεπιχειρηματία που έγραψε στα παπάρια του τις μπίζνες, όμως δεν πήγε να γίνει ιερέας σε κάποιο δελφικό ναό, ούτε να πουλάει μούσια για μεταξωτές κορδέλες όπως κάποιος φιλόσοφος της πλάκας, είτε λέγεται Πλάτων, είτε Σωκράτης. Αποσύρθηκε σε μια βίλα ο Προκρούστης κι εκεί έστησε το στρατηγείο της σκέψης του και των πειραμάτων του. Και, τελικά, κατάφεραν να τον σιδερώσουν, όπως αυτός ποτέ δεν «σιδέρωσε» κάποιο θύμα του, με μια και μόνο λέξη: Ληστής.
Είναι αυτό που σου λέω στην αρχή. Το τι πλαστογραφία και τερατολογία πέφτει στην Ιστορία. Κανονικά το μαύρο γίνεται άσπρο. Ούτε καν γκρι. Το κάτασπρο στο κάνουν κατάμαυρο. Γιατί; Απευθύνονται σε μη σκεπτόμενους. Το ξέρουν πολύ καλά ότι οι μάζες έχουν αδυναμία στοιχειώδους σκέψης, μιλάμε για το ένα συν ένα κάνουν δύο. Ακόμα κι αυτό δεν μπορούν να το καταλάβουν, έτσι κι επιχειρήσεις να τους περάσεις ότι ένα συν επτά κάνουν έξι κι όχι οκτώ, θα μασήσουν το έξι. Κι αν αντιληφθούν ότι ένα συν επτά κάνουν οκτώ δεν θα είναι διότι αυτό το αντιλήφθηκαν τελικά, αλλά διότι αυτό τους πλάσαρες.
Είναι αποκαλυπτικό και μόνον όταν λένε ότι ο Προκρούστης, αυτός που έκανε ό,τι έκανε, ήταν ένας κοινός ληστής. Ότι η Πηνελόπη ήταν υπόδειγμα πίστης στον άνδρα της Οδυσσέα. Φοβερά πράγματα, κύριε. Απίθανα. Είκοσι ολόκληρα και μετρημένα χρόνια έλειπε ο Οδυσσέας από την Ιθάκη και 20 χρόνια, λέει, ήταν πιστή η γυναίκα του Πηνελόπη. Είπαμε. Δεν είπαμε; Ένα συν τέσσερα κάνει ανάλογα το τι θα πούμε. Όπως στο λέω. Αν πούμε ότι επτά επί οκτώ κάνουν 66 κι όχι 56, δεν υπάρχει κανένα, μα κανένα πρόβλημα να περάσει αυτό που θα πούμε.
Πρώτα – πρώτα ποιος πούστης, θα της έλεγε κάτι της Πηνελόπης έτσι και πήγαινε μ' έναν από τους μνηστήρες που την περιμένανε και την είχαν στο διαρκές κυνηγητό; Είπαμε, κύριε Οδυσσέα, να συμμετέχεις κι εσύ σ’ αυτή την τυχοδιωκτική εκστρατεία ενάντια στην ομόδοξη που λέει και ο Χριστόδουλος χώρα της Τροίας, όμως όχι και να μας έρθεις μετά από 20 χρόνια. Ούτε ένα τηλέφωνο δεν έκανες, κύριε Οδυσσέα, ούτε ένα φαξ δεν έστειλες, τι ήθελες να κάνω 20 χρόνια;
Και πως το ξέρουμε ότι πράγματι η Πηνελόπη δεν κοιμήθηκε με κάποιον από τους μνηστήρες; Εντάξει, δεν παντρεύτηκε κανέναν απ’ αυτούς, όμως εδώ δεν μιλάμε για γάμο αλλά αν πηδήχτηκε. Δεν το ξέρουμε αυτό. Όπως δεν ξέρουμε αν οι μνηστήρες την ήθελαν για το βασίλειό της, όχι για την κορμάρα της. Σαρανταφεύγα μέσα στο νερό έφθασε η κυρία Πηνελόπη και υποτίθεται ότι οι μνηστήρες κάνανε κρα να ρίξουν την γκόμενα. Γίνεται αυτό, ρε; Άρα, πιθανόν να είχε άλλους λόγους η Πηνελόπη που δεν ενέδιδε, αν πράγματι, δεν ενέδωσε, σε κάποιον μνηστήρα. Μη πω το άλλο. Μήπως η Πηνελόπη ήταν ανέραστη. Δεν λέω λεσβία, ότι το είχε ρίξει στον λεσβιακό και κάθε βράδυ καλούσε διαφορετική υπηρέτρια να της κάνει παρέα. Λέω να την είχε βαρέσει η μελαγχολία, να είχε γίνει θεούσα, δεν ξέρω τι άλλο.
Και μια που το ‘φερε η κουβέντα στον λεσβιασμό. Άλλο παραμύθι αυτό με την Σαπφώ. Η εκατό τα εκατό γυναίκα ήταν η κυρία, άσε που ήταν τεράστιο ταλέντο ποιήτρια και, μάλιστα, λυρική. Μιλάμε για αληθινή μούσα η Σαπφώ, κανονική και νορμάλ γυναίκα, με γάμο και παιδί και η φουκαριάρα πέθανε από αυτοκτονία λόγω ερωτικής απογοήτευσης με άνδρα, παρακαλώ. Μάλιστα, κύριε. Κι αυτήν την γυναίκα την κάνανε σύμβολο των λεσβίων. Μη ξεφεύγω, όμως.
Έλεγα για το άλλο το παραμύθι της Πηνελόπης. Όχι, βέβαια, της ίδιας της Πηνελόπης, αλλά αυτών που πούλησαν το μπαλαμούτι της παροιμοιώδους πίστεως της Πηνελόπης. Για την αλητεία του Οδυσσέα δεν λένε τίποτα. Που πήγαινε με την μια και την άλλη και έσπερνε παιδιά. Η μαλακία, ίσως και η ανικανότητα να απιστήσει η Πηνελόπη, ήταν εκείνη που έπρεπε να υμνηθεί.
Αρνούνταν τις προτάσεις των μνηστήρων να παντρευτεί κάποιον απ’ αυτούς η Πηνελόπη με το πρόσχημα ότι υφαίνει το σάβανο για τον ενταφιασμό του πεθερού της. Φοβερά πράγματα, κύριε. Απίθανα. Το ύφαινε το σάβανο του Λαέρτη και η ίδια τη νύχτα, λέει, το ξήλωνε για να μην τελειώσει ποτέ. Και χρόνια ολόκληρα έμενε άταφος ο φουκαράς ο Λαέρτης; Τέτοια κατανόηση ο βασιλικός νεκρός για την υπεράνω υποψίας Πηνελόπη; Υπάρχει και κάτι άλλο, όμως.
Πριν φθάσω στο άλλο. Γιατί στα γράφω όλα αυτά; Γιατί; Αποδυτηριάκια διαβάζεις. Να!, κι αν η Πηνελόπη απάτησε τον Οδυσσέα της. Να!, κι αν του ήταν πιστή διακόσια χρόνια. Τι μ’ ενδιαφέρει εμένα αυτό; Δεν μ’ απασχολεί αν η κυρία Πηνελόπη έκανε κάθε βράδυ τσιμπουκοδρομίες και περνούσε στη σειρά όλους τους μνηστήρες. Όπως δεν μ’ απασχολεί αν είχε συχαθεί όλους του άνδρες και, όπως αρκετές γυναίκες, τους θεωρούσε παλιοτόμαρα. Αυτό που αξίζει να επισημανθεί είναι η λατρεία της πίστης, αυτού του αντιανθρώπινου, με την έννοια ότι είναι έξω από τη φύση του ανθρώπου, συναισθήματος. Αυτό είναι η πίστη. Ένα ψέμα. Μια υποκρισία. Ένα κρυφτό. Γιατί δεν πήγαινε με κάποιον μνηστήρα η Πηνελόπη; Επειδή είναι… πιστή ή διότι ήταν μονογαμική ή διότι δεν γούσταρε άλλον άνδρα;
Έχει γίνει μεγάλη ζημιά με τη πίστη και δεν το ρίχνω απαραίτητα στη θρησκεία. Δεν βλέπουμε τα πράγματα όπως είναι, ναι, όπως είναι, όταν ερμηνεύουμε πρόσωπα και καταστάσεις με βάση την πίστη. Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα. Δεν λέω ότι καλώς δεν υπάρχει. Λέω ότι είναι ανύπαρκτο, δεν ισχύει. Δεν είναι κάποιος με έναν μαζί διότι λειτουργεί η πίστη. Υπάρχουν κι άλλα πράγματα που παίζουν στο έργο. Είναι ότι τον κάνεις κέφι τον άλλον, ότι έχεις συμφέρον από τον άλλον, ότι έχεις κοινό σκοπό με τον άλλον. Ποια πίστη; Έλειψε αυτό που σε συνέδεε με τον άλλον; Χαίρετε. Και δεν τελειώνει το πάρτυ επειδή λειτουργεί η απιστία.
Δε υπάρχει απιστία, διότι δεν υπάρχει και πίστη. Λέξεις υπάρχουν. Πίστη, απιστία. Αυτά είναι λέξεις. Κατασκευάσματα. Τίποτα παραπάνω και τίποτα περισσότερο. Σκέτες λέξεις.
Γιατί η κυρία Πηνελόπη, για να το πω κι αυτό, και να μην σου αφήνω εκκρεμότητα, δεν ξεκαθάριζε στους μνηστήρες «Μόνον αν δω νεκρό τον Οδυσσέα, κι αυτό παίζεται, θα διαλέξω έναν από εσάς…» και καθόταν και έπλεκε σάβανα παραμύθι φούρναρης; Τι θα πει «Θα αποφασίσω μετά το τέλειωμα του σάβανου»;
Έχει γίνει μεγάλη ζημιά με τη πίστη. Που να το ξέρουμε και πώς να το είχαμε προβλέψει τι λούκι θα ανοίγαμε όταν κάναμε τη μαλακία να τραγουδάμε και να υμνούμε την πίστη σε σεξουαλικού περιεχομένου θέματα; Ένα πολύ επικίνδυνο χωράφι καλλιεργήθηκε γεμάτο νάρκες με την πιστιολογία, και έχει πληρώσει ακριβά ο άνθρωπος και δύσκολα, πολύ δύσκολα να γλυτώσει.
Διαβάστε ακόμα: