ΜΠΑΝΙΣΤΗΡΙ, Ο ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΣ ΚΑΙ ΦΥΣΙΟΛΑΤΡΙΚΟΣ ΑΥΝΑΝΙΣΜΟΣ
Ένας αρκετά μεγάλος και φουντωτός θάμνος μετακινείται… Γίνεται; Όταν αποτελεί τη... δασική φορεσιά του παθιασμένου μπανιστηρτζή γίνεται και παραγίνεται. Έχουν πλακωθεί στα φιλιά και τα χάδια ο νεαρός άνδρας και το κορίτσι εκεί στην ερημιά και εκείνη τη στιγμή το τελευταίο που σκεπτόντουσαν ήταν ότι κάποιος άλλος τους παρακολουθούσε. Δεν υπάρχει κανείς. Μοναχά το θρόισμα των φύλλων των δέντρων ακούγεται, άντε και κάποιο πνικτό κρώξιμο πουλιού κουρνιασμένου στα κλαδιά των πεύκων. Ο ''θάμνος'' είχε πλησιάσει στα δυόμισυ μέτρα από το ζευγάρι χωρίς να προκαλέσει ούτε καν υποψία θορύβου… Ο ματάκιας είναι έμπειρος και ελέγχει το άρρωστο πάθος του, όπως ένα ζώο πριν ορμήξει στην τελική του προσπάθεια εναντίον του θηράματος… Πάνινα παπούτσια, κανένα κέρμα στην τσέπη, ούτε βέβαια κλειδιά σπιτιού, αυτοκινήτου, τίποτα που θα γεννούσε και τον πιο ανεπαίσθητο θόρυβο.
Ο παρείσακτος και αόρατος θεατής βρέθηκε στην κατάλληλη, την πιο ιδεώδη θέση και στάση. Καθιστός οκλαδόν, με την πλάτη ακουμπισμένη στον κορμό μιας ελιάς και φάτσα κάρτα μπροστά του τα δυο άγνωστα σ' αυτόν ημίγυμνα κορμιά. Δεν χρειάζεται να περιμένει άλλο. Επιτέλους, ήρθε η στιγμή να στείλει το δεξί χέρι στο λιλί του και να αρχίσει να μαλακίζεται. Ποιο γαμήσι; Δεν υπάρχει γι’ αυτόν καλύτερο γαμήσι από τη μαλακία που βαράει παίρνοντας μάτι το ανύποπτο ζευγάρι.
Μέγας ποιητής ο Ανδρέας Εμπειρίκος. Έγραφε από το 1945 μέχρι το 1951 που το ολοκλήρωσε το κορυφαίο του πόνημα «Ο Μέγας Ανατολικός». Το οποίο τελικώς εκδόθηκε μόλις πριν από 20 χρόνια. Και κάποιος πασίγνωστος ηθοποιός, ονόματα δεν λέμε, που έκρυβε το «χόμπυ» του στο μάτι, και είχε ατελείωτες ιστορίες περί το μπανίζειν να σου διηγηθεί, τι είπε ο αθεόφοβος όταν διάβασε στίχους από τον Μέγα Ανατολικό; «Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ευτυχία, όταν έπεφτα στην περίπτωση ζωντανής σκηνής, παρόμοιας μ’ αυτήν που υπάρχει στο ποίημα του Εμπειρίκου…». Εννοεί να κρυφοκύτταζε την Τζαίην και τον Μπίλυ, την στιγμή που μαλακιζότανε το αγόρι… Σου δίνω, για να ξέρουμε τι λέμε, το κείμενο από τον Μέγα Ανατολικό…
«…(…) Αααχ!... Αααχ!... Μις Τζαίην!... Μις Τζαίην!... Ααα!... Ααα!... Ωωω!... Ωωω!... Γλυκειά μου μις Τζαίην!... Ωραία μις Τζαίην!..., Ωωω!..., Ωωω!... Τι γλύκα!... Μα, τι γλύκα!... Ααα!... Ααα!... Γλυκειά…, ωραία… μις Τζαίην!...
» Με τα μάτια της πολύ ανοικτά και με σφοδρότατο κτυποκάρδι η Τζαίην εκοίταζε το αυνανιζόμενον δι’ αυτήν αγόρι. Εντός ολίγου (…) ανέβλυζε με ορμήν το νεανικόν του σπέρμα. Και ενώ εσφάδαζε από την γλύκαν ο Μπίλυ (…) τα χείλη του επαναλάμβαναν με φλογερούς ψίθυρους «Ααα!... Ωωω!... Ωωω!... Μις Τζαίην!... Μις Τζαίην!... Γλυκειά μις Τζαίην!... Ωραία μις Τζαίην!... Ααα!..., Ααα!... Ωωω!... Ααα!...» (…)».
Τρελάθηκε η μις Τζαίην μπανίζοντας, έστω όχι κρυφοκοιτάζοντας, τον Βασιλάκη. Που να τον έπαιρνε μάτι πίσω από την κουρτίνα, από την κλειδαρότρυπα…, εκεί θα έλοιωνε από την ηδονή η μις Τζαίην, πολύ περισσότερο από το αγόρι, και θα άρχιζε κι αυτή να χαϊδεύεται στο πράμα της… και για να μη ξεχνιόμαστε, ο ακαδημαϊκός στο κουσουμάρισμα σεξουαλικών πλάνων ηθοποιός έλεγε με παράπονο… «Αχ, και να βρισκόμουν στο παρασκήνιο του σκηνικού της μις Τζαίην με τον μπόυ Μπίλυ!»
Κι ένα ποίημα. Σήμερα, κωλόπαιδα, θα σας πάω βόλτα στους απαγορευμένους κήπους της ποιήσεως… Αξιοσημείωτος και ο Ναπολέων Λαπαθιώτης. Μια γεύση από ποίημα του, του 1935.
Πόθεν το κωλομπαράς;
Εκ του κώλος και παράς.
- γιατί πας πόθων αυτόν,
δείται, πάντως, και λεφτών…
Πόθεν δε κ’ η μαλακία
εκ του μάλα και γλυκεία…
πιθανόν, όμως, επίσης,
γιατί πάς τις ενεργών,
τον ρυθμόν του τον αργόν
και τας μαλακάς κινήσεις
της χειρός επιταχύνει
τη βαρεί – κ’ έπειτα χύνει.
Δεν μπορείς να μιλάς για μάτι και να αφήνεις εκτός προγράμματος την αυτοϊκανοποίηση. Αυτά τα δυο πάνε μαζί. Το μπανιστήρι και η μαλακία. Στην Ελλάδα, και μιλάμε πολύ σοβαρά, η ηδονοβλεψία ήταν σχολή. Χωρίς μαθητές! Οι ηδονοβλεψίες ήταν καθηγητές. Εξπέρ. Μόνο που δεν δηλωνόντουσαν οι ίδιοι στην ασφάλεια. Το ξέρανε ότι τους είχε τσεκάρει η αστυνομία, άλλο αν δεν τους πολυενοχλούσανε. Και γιατί να τους πειράζει ο ματάκιας όταν είναι ακίνδυνος, εντελώς. Ενοχλητικός, βέβαια, αν τα πιτσουνάκια που χαμουρευόντουσαν τους έπαιρναν πρέφα. ''Ανώμαλε! Τι θες εδώ…'' και ''Εξαφανίσου, παλιάνθρωπε, διεστραμμένε…'', κι άλλα τέτοια.
Το γαμήσι δεν ήταν εύκολο στη μεταπολεμική Ελλάδα. Ένα κάρο ψέματα χρειαζόταν να πει το κορίτσι στους δικούς του για να βγει ραντεβού, όχι, βέβαια, σε ξενοδοχείο. Μαθήτρια που πάει και στο κατηχητικό να ξαπλώσει σε hotel – γαμιστρώνα; Α, πα,πα,πα..., άσε ότι ο γκόμενος πού να βρει το χαρτζηλίκι να πληρώσει το εικοσάρικο για το δωμάτιο. Άρα, δεν υπήρχε άλλη λύση από του Φιλοπάππου, το Λόφο Αξιωματικών, του Στρέφη, το Λυκαβηττό, το Δαφνί, το Πεδίον του Άρεως, το Άλσος Φιλαδέλφειας, κάπου να φωλιάσει στη Φιλοθέη, στο Ψυχικό και, βέβαια, στον παράδεισο των ηδονοβλεψιών, το Καβούρι.
Και είπαμε. Ο μπανιστηρτζής δεν θέλει να σου κάνει κακό. Μόνο να πάρει μάτι. Και να ξεχαρμανιάσει με μια μαλακία ξεγυρισμένη. Η καλύτερή του. Βέβαια, υπήρχαν και οι εξαιρέσεις, κάποιοι που δεν ανήκουν στους συμβατικούς, στους κλασικούς ματάκηδες. Πού οι μαλάκες παρασυρόντουσαν κι έφθαναν μέχρι και να απλώσουν χέρι στην κοπελλιά. Να χουφτιάζουν τον κώλο της, το βυζί της, χωρίς αυτή να παίρνει πρέφα. Έχουν συμβεί κι αυτά. Πού να το αντιληφθεί το κορίτσι πάνω στην κάψα της καύλας, εκτός και εάν ο μαλάκας, ο τολμηρός ματάκιας τής βάζει χέρι τη στιγμή που δούλευαν στο κορμί της και τα δυο χέρια του γκόμενου.
Κάποιες φορές γίνεται τόσο τολμηρός ο ματάκιας, ρισκάρει να εκτεθεί τόσο προκειμένου να βρεθεί σε θέση βολής των ματιών των άστεγων εραστών, αλλά και να ακούει τα καψουρόλογα τους. Στην πραγματικότητα πρόκειται για δειλό άτομο, όχι του πεζοδρομίου. Τι θέλω να πω; Όταν γίνει αντιληπτός ο ματάκιας επιτόπου την κοπανάει. Παραδέχεται, δηλαδή, ότι είναι λάθος, δεν δίνει καν συνέχεια και αποσύρεται σα βρεγμένη γάτα.
Σήμερα η υπαίθρια ηδονοβλεψία είναι σχεδόν ανύπαρκτη. Ματάκηδες υπάρχουν, πολύ περισσότεροι απ’ όσους μπορείς να υπολογίσεις. Δεν υπάρχουν ζευγαράκια να ψάχνουν ένα κηπάκι, ένα αλσάκι, ένα παρκάκι, ένα δασάκι, να σφικταγκαλιαστούν και να αλλάξουν φιλιά και όρκους πίστεως. Σήμερα το αγόρι πάει στο σπίτι του κοριτσιού στα ίσια και την παίρνει να βγαίνουν έξω. Και το έξω ξεκινάει μετά τις δώδεκα τη νύχτα. Δεν υπάρχουν, λοιπόν, παράνομα ζευγαράκια. Εδώ του αλλουνού του πηδιέται η γυναίκα του, το ξέρει ο κερατάς και στα παπάρια του. Είναι, λοιπόν, η χειρώτερη του ματάκια; Είναι. Γι’ αυτό και διαλύθηκαν οι παρέες και τα σωματεία των ματάκηδων. Όπως το διαβάζεις. Ο ματάκιας δεν είναι μοναχικός στις εξορμήσεις του. Είναι παρεάτος. Άλλο ότι θέλει μόνος του να βρίσκεται όταν παίρνει μάτι. Αν και δεν είναι ασυνήθιστο να μαλακίζονται τρεις και τέσσερις μαζί. Αυτό συμβαίνει συνήθως όχι στην ύπαιθρο, αλλά όταν παίρνουν μάτι ένα ζευγάρι σε υπό κατασκευή πολυκατοικία.
Αρχίζει ο άλλος με τη δικιά του τα προκαταρκτικά με ανοικτό το παράθυρο. Καλοκαίρι είναι. Ή με κλειστά τα παράθυρα αλλά χωρίς την κουρτίνα τραβηγμένη. Ποιος να μας δει; Δίπλα μας δεν μένει κανείς, απέναντι ακόμα κτίζεται η πολυκατοικία. Στο σκοτάδι, όμως, πίσω από τους ασοβάντιστους τοίχους με τα τούβλα, υπάρχουν οι ματάκηδες εδώ και δυο ώρες. Περιμένουν να πιάσουν τη καλή. Δεν είναι τυχεροί κάθε βράδυ. Απόψε, όμως, και με τη σπέσιαλ φεγγαράδα η μαλακία τους θα έχει κι έναν ρομαντισμό.
Δεν ήταν πλάκα αυτό περί σωματείου. Είπαμε. Οι ματάκηδες δεν ντρεπόντουσαν για το πάθος τους. Κι είχαν ανάγκη να ανταλλάσουν απόψεις με ομοιοπαθείς. Και να συμβουλεύονται τους εμπειρότερους. Γι’ αυτό έφτιαχναν ομάδες, σωματεία. Ένα απ’ αυτά ήταν το ΜΑΤΗ. Είπαμε. Δεν κάνουμε πλάκα. ΜΑΤΗ, που σημαίνει Μυστική Απόλαυση Τμημάτων Ηδονοβλεψιών.
Η αστυνομία, όπως τους κομουνιστές, είχε φακελώσει και τους ματάκηδες, αλλά ουσιαστικά τους άφηνε στην ησυχία τους. Μόνο για ένα πράμα ενδιαφερόταν η μπατσία, να ξέρει τι παίζει κι αν γίνει κάτι περίεργο να μπορεί να βρει την άκρη. Γι’ αυτό, κάποιοι «ηγέτες» των ηδονοβλεψιών, βετεράνοι του αθλήματος, ήταν ρουφιάνοι της ασφάλειας. Κι αντιληπτό ότι αυτός που έχει ένα μείον, που κάπου είναι εκτεθειμένος και δεν θέλει να ξεφτυλιστεί στην οικογένεια του, στην κοινωνία, και θα καρφώσει, και θα κάνει ό,τι του ζητήσει ο νόμος.
Μην το λησμονήσουμε. Αδυναμία στο μπανιστήρι δεν έχουν μόνον οι αρσενικοί. Έτσι, να αναφέρω μια περίπτωση. Μια αξιοσέβαστη συμβολαιογράφος έτυχε να ζει σε διαμέρισμα όπου ακριβώς απέναντι της ένας σαρανταπεντάρης εργένης γούσταρε να κυκλοφορεί όλη ημέρα όπως τον γέννησε η μάνα του. Μια ημέρα η κυρία κατέληξε στο νοσοκομείο με σπασμένα πλευρά. Τι έγινε; Για να παίρνει μάτι τον γείτονά της και επειδή δεν της έφθανε να τον μπανίζει γυμνό μόνο από τη μέση και επάνω, η απρόσεκτη ανέβαινε σε μια ντουλάπα, απ’ εκεί τσακίστηκε.
Ποιοι ματάκηδες; Μιλάμε σοβαρά. Όλοι άνθρωποι είναι ηδονοβλεψίες, σε κάποιο βαθμό. Άλλο ότι το «μάτι» ελέγχεται, δηλαδή συγκρατείται από καθωσπρεπισμό ο άλλος. Είναι δυνατόν, όταν δεν τον πάρει πρέφα η γυναίκα, να μην καρφώσει το μάτι του στο ανοικτό πουκάμισο όπου μοστράρονται τα βυζιά ή στην ελαφρώς σηκωμένη φούστα πάνω από τα γόνατα σε μια καθιστή κύρια; Ο πειρασμός δουλεύει και στη φυσιολογική γυναίκα, η οποία βέβαια δεν θα επιτρέψει στον εαυτό της να απλώσει το βλέμμα της μέχρι το καβάλο του άντρα.
Η εποχή μας έχει σκοτώσει τη… γνησιότητα του μπανίζειν. Ο ματάκιας θέλει να βλέπει χωρίς να τον βλέπουν. Και το μπανιστήρι στο σινεμά δεν είναι μπανιστήρι. Δεν του λέει τίποτα να παρακολουθεί τον Μάρλον Μπράντο να βουτυρώνει τον κώλο της Μαρίας Σνάιντερ στο Τελευταίο Ταγκό στο Παρίσι. Μια τέτοια κι άλλες τέτοιες ερεθιστικές σκηνές, τις θέλει ζωντανές ο ματάκιας. Μαϊμού μπανιστήρι και το πορνό video. Πάνε εκείνες οι θρυλικές και αξέχαστες στιγμές με τους κομάντος ματάκηδες. Όπως το λέω. Για το απόλυτο καμουφλάζ με ρούχα απόχρωσης όμοιας με… το περιβάλλον του πάρκου ο μπανιστηρτζής σαν εκπαιδευμένος λοκατζής κρυβόταν πίσω από τη «φυλάκτρα» του, το σημείο που επέλεγε για να ασκήσει το αρχαιότερο και από την πορνεία λειτούργημα, το μπανίζειν.
Διαβάστε ακόμα: