ΣΤΟ ΣΚΥΛΑΔΙΚΟ ΜΕ ΤΑ ΛΟΥΛΟΥΔΙΑ ΠΛΗΡΩΜΕΝΑ

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Είναι φορές που καταλαμβάνομαι από μία φιλοπαίγμονα διάθεση. Σήμερα λοιπόν και με αφορμή την συνέντευξη του Λουκόπουλου, παλιού προέδρου της Παναχαϊκής και χωρίς να υιοθετώ ΤΙΠΟΤΕ από ότι λέει, με απασχόλησε το εξής σοβαρό ζήτημα: Τελικά, πόσο έκανε μία ΕΠΟ;  Όλο το πακέτο: Πρόεδρος, Αντιπρόεδρος, Διοικητικό Συμβούλιο, Επιτροπές, Διαιτησία, γραφεία, καρέκλες, στυλό, μολύβια. Από την κεραία της τηλεόρασης στην ταράτσα μέχρι τον σφαγμένο κόκορα στα θεμέλια.

Διότι εδώ και δεκαετίες έχουμε ακούσει όλα τα σχετικά και τα άσχετα,  αλλά ΠΟΤΕ δεν πληροφορηθήκαμε το πιο ουσιώδες: Πόσα λεφτά έπρεπε να δώσει όποιος ήθελε να αγοράσει την ΕΠΟ; Λέμε τώρα.

Και δεν μιλάω για σήμερα, που έχει πέσει ψωμόλυσσα. Μιλάω για την περίοδο στην οποία αναφέρεται ο Λουκόπουλος, μία από τις πιο γραφικές της ελληνικής ιστορίας, δηλαδή τη δεύτερη οχταετία της πασοκάρας, τότε που ακόμα πληρώναμε σε δραχμές και τα σκυλιά κυκλοφορούσαν στο δρόμο δεμένα με λουκάνικα.

Τι εποχή ήταν αυτή!!! Για όσους δεν τη γνώρισαν, καμία περιγραφή δεν είναι ικανή να αποδώσει την εικόνα και το μέγεθος της ηθικής εξαχρείωσης που έζησε εκείνα τα χρόνια η Ελλάδα. Μεγαλύτερης ακόμα και από αυτήν που βίωσε στην πρώτη οχταετία της πασοκάρας. Απλό παράδειγμα: Το τριήμερο των εορτασμών για τα χιλιόχρονα του μοναστηριού της Πάτμου σημειώθηκε ο μεγαλύτερος απόπλους σκαφών στο Αιγαίο από την εποχή του Τρωικού Πολέμου, όταν 1.000 θαλαμηγοί κατέπλευσαν στο ιερό νησί και δεν υπήρχε χώρος να δέσουν στην Σκάλα και οι κασόνες με τις Gordon Rouge ξεφορτώνονταν με κλαρκ για να βιώσουν ακόμα πιο έντονα και πιο βαθιά το θρησκευτικό συναίσθημα της περίστασης όλοι οι νεόπλουτοι και οι κοσμικοί με τις μοντέλες της Αθήνας.

Τω καιρώ εκείνω λοιπόν, που στην παραλία λειτουργούσαν 20 μαγαζιά με 2.000 κόσμο μέσα και 2.000 κόσμο έξω στην ουρά, κάθε μέρα, 6 μέρες την εβδομάδα και στο Romeo κάθε πρωί στο σκούπισμα μαζεύανε 30 με 40 κιλότες, πόσο έκανε μια ΕΠΟ;  

Λοιπόν, συγκεκριμένα: Όταν, σε μία συμφωνία, δε γίνεται λόγος για τα λεφτά που πέσανε στο τραπέζι, δύο τινά ισχύουν: Ή τα λεφτά ήταν πάρα πολλά, ή ήταν πολύ λίγα. 

Προσωπική εκτίμηση: ΑΝ, λέω, ΑΝ πέσανε λεφτά ήταν ΠΟΛΥ ΛΙΓΑ. Και τούτο διότι, εμπιστεύομαι τα σοφά λόγια που μου είπε κάποτε ένας παλιός πλούσιος, γεννημένος σε οικογένεια με παλιά λεφτά (ο πατέρας του είχε πάρει δώρο όταν πέρασε στο Πανεπιστήμιο, μέσα δεκαετίας του 60, μία ξεσκέπαστη Mercedes SL 190). Μου είχε πει λοιπόν: «Ο Έλληνας είναι λιγούρης. Ψωνίζεται πολύ εύκολα γιατί είναι λιγούρης».

Οι ιστορίες που κυκλοφορούν από εκείνη την περίοδο έρχονται προς επίρρωση των λόγων του προφήτη. Διάβαζα στον Αποδυτηριάκια για βλαχοπρόεδρο που ερχόταν με παπάκι στην Αθήνα για συνεδριάσεις της ΕΠΟ και περνούσε τα διόδια πίσω από φορτηγά. Για όλους αυτούς τους «παράγοντες» (τι υπέροχος νεολογισμός) την τιμή τους την κόβω για ένα βράδυ στου Νότη. Με τα λουλούδια πληρωμένα. Και πολύ λέω. Και διότι ΠΙΟ ΣΗΜΑΝΤΙΚΟ και από το ξεροκόμματο ακόμα, ήταν να καμαρώνουν στα καφενεία με ιστορίες που βγάζανε από το στομάχι τους για την παρέα που κάνανε με τους μεγάλους παίχτες της εποχής.

Αλλά πάλι, μπορεί να κάνω και λάθος.

Διαβαστε ακομα:

ΧΘΕΣ ΣΕΡΝΟΤΑΝ, ΑΥΡΙΟ ΤΡΩΕΙ ΣΙΔΕΡΑ