ΕΚΕΙΝΗ Η ΝΥΧΤΑ ΑΛΛΑΞΕ ΚΑΙ ΤΗ ΖΩΗ ΜΑΣ...

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Το βράδυ της 14ης Ιουνίου 1987 ποτέ δεν θα ξεχαστεί. Απ όλους όσοι το ζήσαμε, από όσους το είδαν στην τηλεόραση, από όλη την Ελλάδα, για όσο υπάρχει και γυρίζει αυτός ο πλανήτης. Ήταν το βράδυ που στεφθήκαμε πρωταθλητές Ευρώπης στο μπάσκετ.

Ήμουν μέσα στον τελικό. Ήμουν 19 χρονών τότε, ορκισμένος μπασκετικός από τα παιδικά μου χρόνια. Στα παιδικά και εφηβικά του Αιόλου, στις κόντρες με την Εστία Φιλίας των Πετραλώνων, τον Μίλωνα, τον Έσπερο, το Λύκειο Αρρένων Νέας Σμύρνης, τον Πανιώνιο, του Ζωγράφου, τα Ιλίσια, σε όποιο τσιμεντένιο μπηστούσαμε την πορτοκαλί μπάλα ήμουν μέσα.  

Στο κλειστό του Σπόρτιγκ το 1980 που για πρώτη φορά είδα με τα μάτια μου σε φιλικό της Ελλάδας με την ενωμένη τότε Γιουγκοσλαβία ένα πιτ μπούλ με αφάνα από την Αμερική με το όνομα Νίκος Γκάλης να αλλάζει στην πρώτη από τις συναντήσεις τους που επρόκειτο να γράψουν ιστορία, μισές ματιές με το παιδί – θαύμα του ευρωπαϊκού μπάσκετ, που μαζευτήκαμε όλοι οι πιστοί να τον δούμε από κοντά να κάνει πράγματα που ακούγαμε ότι δεν γίνονται.

Ποιος ήξερε το μπάσκετ τότε στην Ελλάδα; Ακόμα και σήμερα, 35 χρόνια μετά, οι 8 στους 10 δεν ξέρουν ούτε τα βήματα στο μπάσιμο να μετράνε. Και θυμάμαι καθαρά τις μισοάδειες εξέδρες του ΣΕΦ όταν ξεκίνησαν οι αγώνες. Ποιος περίμενε, ποιος πίστευε ότι μπορεί η ανύπαρκτη μέχρι τότε Ελλάδα να πάει μακριά στη διοργάνωση;

Ποιος φανταζόταν τι πρόκειται να ακολουθήσει; Ποιος μπορούσε να διανοηθεί ότι θα κερδίσουμε μέσα σε μία βδομάδα την Ιταλία που μέχρι τότε μετράγαμε μόνο ήττες απέναντι της και ΔΥΟ φορές, ΔΥΟ ΦΟΡΕΣ! την πανίσχυρη Γιουγκοσλαβία του Πέτροβιτς;

Ακόμα θυμάμαι τον «Κόμπρα» Ντράγκαν Κιτσάνοβιτς να κοιτάει θυμωμένος τον πίνακα μετά την ήττα στον ημιτελικό και να ορκίζεται εκδίκηση και ότι η Γιουγκοσλαβία θα αποκαταστήσει την ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ. Για τις επόμενες δύο δεκαετίες όπου μας έβρισκαν οι Γιούγκοι και μετέπειτα οι Σέρβοι μας έδερναν ανελέητα σε εξιλέωση για το αδιανόητο θαύμα του ημιτελικού. Απίστευτα πράγματα, ακόμα και σήμερα δεν μπορώ να πιστέψω ότι έγιναν στ’ αλήθεια. Και ο τελικός. Η παράταση. Η τελευταία έφοδος του Γκάλη στα ερείπια του Παλέ, το ριμπάουντ του Καμπούρη, οι δύο βολές.

Είναι φορές που θαρρώ πως με ξεγελά η μνήμη μου. Κι όμως. Ήμουν μέσα. Μαζί με τους λίγους πιστούς στην αρχή. Με όλη την κοσμοπλημμύρα μετά. Από το προημιτελικό με την Ιταλία. Ο γκάγκστερ είχε οπλίσει και εκτελούσε με τόμυ γκαν.  Αγριεμένος, ανελέητος. Ο δράκος έβγαζε φλόγες, ο μπέμπης, αυτός ο μεγαλύτερος νταής που έβγαλε ποτέ το ελληνικό μπάσκετ έτρωγε ανθρώπους αμάσητους, η αράχνη με τα τεράστια χέρια της μοίραζε τάπες και ο τίμιος γίγαντας σε κατάσταση μέθεξης έτρεχε όλο το γήπεδο στον αιφνιδιασμό και κάρφωνε με τα δύο χέρια! στο παιχνίδι με τους Ιταλούς, στο μοναδικό κάρφωμα της ζωή του. Κι εμείς τρελαμένοι στην εξέδρα ουρλιάζαμε, τρέχαμε μαζί του, είχαμε πάρει τα βήματα, καρφώναμε με τα απλωμένα χέρια του.

Δάκρυσαν τα μάτια μου. Όλη η νιότη μου, όλες μου οι θύμησες μαζεύτηκαν σ’ ένα γήπεδο, σε λίγες μέρες, εκείνες τις ώρες. Στις μέρες της δόξας. Στη νύχτα που άλλαξε τον ελληνικό αθλητισμό Και τη ζωή μας.

Διαβαστε ακομα:

ΓΙΑΤΙ ΣΤΟΝ ΠΑΝΑΘΗΝΑΙΚΟ Ο ΡΟΥΜΑΝΟΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΡΗ