ΠΑΝΤΑ ΕΣΚΥΒΑ ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΟΤΑΝ ΕΠΑΙΡΝΕ ΦΟΡΑ ΣΤΟ ΦΑΟΥΛ...
από τον Φωστήρα
Το άκουσμα της είδησης για το πέρασμα του θρυλικού Μίμη Παπαϊωάννου στην αθανασία με συγκίνησε. Ανάδευσε θύμησες της παιδικής μου ηλικίας από τις διηγήσεις των μεγαλύτερων και τα λόγια του πατέρα μου για τους ήρωες των γηπέδων, σε εποχές που κάποιοι από αυτούς ήταν μεγέθη μεγαλύτερα και από το έμβλημα της φανέλας που φορούσαν. Κι εικόνες ασπρόμαυρες, σε τηλεοράσεις με λυχνίες, από την εποποιία της πορείας της ΑΕΚ στα ημιτελικά του ΟΥΕΦΑ, όταν ακόμα ήμουν δεν ήμουν δέκα χρονών. Μνήμες χαραγμένες σε πέτρα, αναλλοίωτες στο πέρασμα του χρόνου.
Υπάρχει κάτι μυστηριακό στην σφυρηλάτηση ενός μύθου. Τρεις χιλιάδες χρόνια μετά, ο Αχιλλέας με τον Έκτορα παραμένουν στην συλλογική μας μνήμη οι αρχετυπικοί πρόμαχοι Αχαιών και Τρώων. Κανένας μας δεν είδε την τελική τους αναμέτρηση. Κι όμως κανείς δεν την αμφισβήτησε. Γιατί έγινε. Στα μαρμαρένια αλώνια των θρύλων, που πέρασαν από γενιά σε γενιά με το γάλα της μάνας και τις ιστορίες των παππούδων στα εγγόνια τους.
Κανείς μας δεν είδε τον Νικηταρά να στέκεται μόνος του απέναντι στους σπαχήδες του Καρά Αλή στην ανηφόρα των Δολιανών ή να σπάζει εφτά σπαθιά, όταν σαν Χάρος θέριζε τα γιουρούκια του Μαχμούτ Πασά Δράμαλη στην κλεισούρα στο Αγιονόρι. Κι όμως, το ΄κανε.
Δεν λαθεύει η συλλογική μνήμη. Και δεν χρειάζεται φτιασίδια και ποικίλματα. Ούτε καν εικόνες. Αφήνει τα σημάδια της με σίδερο πυρωμένο.
Τον Μίμη Παπαιωάννου δεν τον είδα ποτέ στο γήπεδο. Αχνά τον θυμάμαι στην ασπρόμαυρη τηλεόραση, στα στιγμιότυπα της Αθλητικής Κυριακής και στον επικό προημιτελικό με την QPR. Δεν χρειάζονταν όμως ούτε αυτές, για να ξέρω από τότε ότι ήταν μεγάλος παίχτης. Έφταναν τα λόγια του πατέρα μου και της παρέας του στο καφενείο του Γιαλαμπίδη. Ταυριώτες απ’ τα γεννοφάσκια, ήταν όλοι τους «Φωστήρας», τότε που όλη η γειτονιά καμάρωνε για τον Φονέα των Γιγάντων. Απ’ αυτούς έμαθα για τον Μουράτη, τον Ρωσίδη και τον Μπέμπη, για τον Λινοξυλάκη, τον Λουκανίδη και τον Δομάζο και για τον Νεστορίδη και τον Παπαιωάννου.
Ποτέ μου δεν στάθηκα σε τείχος την ώρα που ο Ασλάν – Μουράτης έπαιρνε φόρα να χτυπήσει φάουλ, αλλά έσκυβα κάθε φορά που σούταρε με δύναμη μη με βρει η μπάλα στο κεφάλι. Ποτέ δεν έφαγα προσποίηση από τον Νέστορα, αλλά ήξερα ότι θα με περάσει όταν θα πήγαινα να τον κόψω. Ποτέ δεν πήδηξα για κεφαλιά με τον Λινοξυλάκη, αλλά ήξερα ότι σίγουρα θα τη χάσω. Ποτέ δεν τράκαρα με τον Λουκανίδη, αλλά ήξερα ότι θα με γκρεμίσει έτσι και τον τζαρτζάρω. Και ποτέ δεν σημάδεψα με την μπάλα ένα μπουκάλι από τα 40 μέτρα, όμως ήξερα ότι ο Δομάζος θα το πετύχει.
Έτσι έμαθα και για τον Παπαιωάννου. Ο πατέρας μου έλεγε ότι στην μεγάλη ΑΕΚ ο Νεστορίδης ήταν το μεγαλύτερο σέντερ φορ που έβγαλε το ελληνικό ποδόσφαιρο και όλη η παρέα συμφωνούσε. Κι έλεγε για τον Μίμη ότι ήταν και σέντερ φορ, ήταν κι εξτρέμ, ήταν και οχτάρι, ήταν και δεκάρι. Τον ρώταγα, ποιον από τους δύο θα έπαιρνε στον Φωστήρα. Και μου έλεγε «και τους δύο».
Αυτός είναι ο περίπλοκος μα και συνάμα απλός μηχανισμός που γεννιούνται οι θρύλοι. Κι έτσι περνάνε στην αθανασία…
Διαβαστε ακομα: