ΓΙΑΤΙ ΞΥΝΕΣΑΙ, ΡΕ, ΟΤΑΝ ΠΑΙΖΩ..., ΝΑ ΓΙΝΕΙ Η ΣΤΡΑΒΗ;

 

Το παιδί παίζει σαν νεκρός, κερδίζει χάνει πάντα ανέκφραστο, άσχετα τι γίνεται μέσα του, σιχαίνεται τους ρεζίληδες που όταν χάνουν κλαίγονται, βρίζουν, πετάνε τα χαρτιά ή τα ζάρια, κλείνουν με πάταγο το τάβλι και όταν κερδίζουν είναι μες στην παρλαπίπα.

Το χάραμα, που σταματάει το παιχνίδι και βγαίνουν στον δρόμο με προφυλάξεις να μη γίνουν τσιμπούκι στη γειτονιά, δεν αφήνουν να φύγουν μαζί δύο που κοντραρίστηκαν πάνω στο παιχνίδι γιατί καμιά φορά στη θολούρα και τη χασούρα ξανανάβουν τα αίματα και ώσπου να πάνε στη γωνία έχουν τραβήξει λεπίδια να σφαχτούν.

Τα πιο παράλογα το παιδί τα έχει ζήσει στο μπαρμπούτι.

-    Σπάσ’ τα, σου λέει ο άλλος.
-    Τι τρέχει; Λες και τα μαζεύεις.
-    Τίποτα.
Τα ξαναρίχνεις.
-    Σπάσ’ τα και ξαναρίχ’ τα, ακούς πάλι.
-    Καψόνι μού κάνεις;
-    Δικαίωμά μου.
Ή:
-    Όταν τα ρίχνω, εσύ θα κοιτάς πέρα.
-    Άι γαμήσου, ήταν η απάντηση και ο άλλος τον πιστόλισε στη μούρη.
Ή:
-    Τι ξύνεσαι ρε μαλάκα όταν παίζω; Ξύνεσαι, ξύνεσαι συνέχεια… Για να γίνει η   
     στραβή; Άι γαμήσου σκατόπουστα.
Ή:
-    Το μάτι του ρε πούστη μου, το μάτι του γυρνάει το ζάρι.
-    Είσαι μαλάκας;
-    Δες… Τα ματιάζει ο πούστης. Κοίτα μάτι κακό ο άνθρωπος.
Και του έβγαλε το μάτι.

(Το κείμενο είναι ένα απόσπασμα από το, must να το πούμε νεοελληνικά, βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου ΕΚ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ένα άνευ διαβατήριο και face control περίπατο, με ξεναγό τον συγγραφέα στον underground μικρόκοσμο του Πειραιά, που για πάντα σημαδεύτηκε από την Τρούμπα, τη μαγκιά και τη ρεμπετοσύνη.
«ΕΚ ΠΕΙΡΑΙΩΣ» εκδόσεις Τόπος, τηλ. 210.82.22.835)

Διαβάστε ακόμα:

Ενα λαχείο δεν ανεβάζει τους κτύπους της καρδιάς