ΤΟ ΚΑΘΕ ΜΑΓΑΖΙ ΕΙΧΕ ΤΟΝ ΕΜΠΡΗΣΤΗ ΤΟΥ

 

Οι φωτιές. Παλιά ιστορία η στημένη κι όχι πυρκαγιά στο δάσος. Με τις φωτιές μεγάλωσε τούτος ο αρχαίος, μα τόσο ζωντανός στη φύση του τόπος. Με φωτιές, που καίνε. Όχι με χιόνια και τα χοντρά κρύα που πλάθουν διαφορετική ψυχολογία στον κόσμο. Η φωτιά πληγώνει τη ψυχή, σε κάνει αδύναμο, μαλακό, μοιρολάτρη, ηττοπαθή, εύφλεκτο.

Κάθε καλοκαίρι οι φωτιές. Και φωτιά εδώ, και φωτιά εκεί, φωτιά και παρ' εκεί. Πολλές φωτιές. Καινούργιες φωτιές, κάθε χρόνο, κάθε μέρα. Λίγο πατριώτης να 'σαι, όχι πολύ, λίγο λιγότερο, πολύ λιγότερο απ’ όσο πονάς ως οπαδός την ομαδάρα σου, θα 'λοιωνες από την πίκρα. Σε ποιο σκατότοπο ζω.
Μιλάμε για φωτιές, όχι για μια φωτιά. Να φουντώσει εκεί που δεν το περιμένεις και να σου καταστρέψει ένα δάσος, μία πεδιάδα, να σου κάψει τρία βουνά, συμβαίνει αυτό στην Αμερική, στην Αυστραλία, στον Καναδά, παντού. Στην Ελλάδα δεν υπάρχει μια φωτιά, υπάρχουν πολλές φωτιές, κάθε μέρα, κάθε χρόνο τέτοια εποχή.

Το τελευταίο. Μέχρι πριν λίγα χρόνια, μην πας μακριά, μέσα στην Αττική, πήγαινε ο άλλος στον μεσίτη να βρει οικόπεδο να κτίσει. Και φόρα παρτίδα ο κάθε μεσίτης στο γραφείο του είχε μπάστακα τον εμπρηστή του. «Πού ακριβώς το θέλετε το οικόπεδο, να ξέρουμε πού να κάψουμε».

Είπαμε. Έτσι σπιτώθηκε η Ελλάδα. Το κράτος; Η πουτάνα χωρίς βιβλιάριο. Άνοιγε τα πόδια και έκλεινε τα μάτια όταν καιγόταν το μπουρδέλο προκειμένου ο πελάτης να σηκώσει το αυθαίρετο.

Διαβάστε ακόμα:

ΣΤΗ ΖΟΥΛΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΝΟΜΙΑ