Η ΣΕΡΒΙΤΟΡΑ ΜΕ ΤΑ ΜΑΥΡΑ
Χωμένο σε μια γωνιά ιστορικής πλατείας στη Βουδαπέστη ένα μάλλον αδιάφορο ρεστωράν. Μικροί χώροι, τα περισσότερα τραπέζια ελεύθερα, ατμόσφαιρα χωρίς χρώμα.
Πασίγνωστη τραγουδίστρια όπερας, ευτραφής, σαραντάρα, ύφος απόμακρης, απρόσιτης γυναίκας, ματιές που τρυπάνε τοίχους, συνοδεύεται από τον 65αρη σύζυγο της. Άντρας σωματώδης, αφράτος, έντονο μουστάκι, αρχοντικός, υποταγμένος στη σκιά της γυναίκας του.Το ζευγάρι τυχαία εντελώς βρίσκεται για πρώτη φορά σ’ αυτή την ''τρύπα'', με την υποψία ότι φέρνει σε μεξικάνικο φαγάδικο.
Εμφανίζεται η σερβιτόρα. Υψηλή, μελαχρινή, βαμμένη έντονα. Κοψιά επαγγελματική, πρόσωπο καθαρό, μεσογειακό, όμως μελαγχολικό και κουρασμένο. Μια φιγούρα ολόκληρη στο μαύρο. Φούστα βαρειά, μακριά, μαύρη. Μπότες μέχρι το γόνατο, μαύρες. Πουκάμισο με ξεκούμπωτο ντεκολτέ, μαύρο. Όχι μεγαλύτερη από 30 χρονών.
Η καλλιτέχνις με το επίμονο, έντονο, εξεταστικό κυρίως βλέμμα της, ακτινογραφούσε λες την εικόνα της σερβιτόρας. Ο άνδρας συνεννοείται για την παραγγελία, η σύζυγος του σκέτη ανακρίτρια συνεχίζει να παρατηρεί τη μαυροφόρα του καταστήματος, η οποία αμέσως αντιλήφθηκε ότι η ξένη είναι «κάποια», όμως δεν δείχνει ότι εντυπωσιάστηκε. Και αποφεύγει να χαρίσει έστω ένα βλέφαρο στην ''κάποια'' πελάτισσα.
Την τρίτη φορά που επανήλθε στο τραπέζι η σερβιτόρα, η τραγουδίστρια της ψιθυρίζει «Θέλω να έρθεις μαζί μου…», μ' ένα τρόπο όπως θα ζητούσε ένα ποτήρι, το αλατοπίπερο, μια χαρτοπετσέτα. Η κοπέλλα δεν αιφνιδιάζεται. Ψύχραιμα εξηγεί...
- Έχω άντρα, είναι αυτός που δουλεύει το μπαρ…
«... Πάρτον κι αυτόν μαζί σου» της απαντα προκλητικά η τραγουδίστρια.
- Και το μαγαζί τι θα γίνει; Δικό μας είναι, εμένα και του άντρα μου…
«... Πάρε μαζί σου και το μαγαζί. Εγώ εσένα θέλω».
Η σερβιτόρα αποσύρεται και ο σύζυγος της ''κάποιας'' την ρωτάει αινιγματικά: «Λες να έρθει; Να εγκαταλείψει άντρα και μαγαζί;…».
Τέλειωσαν και το επιδόρπιο. «Θέλετε κάτι άλλο;…» πάντα τυπική, μάλλον ψυχρή, η σερβιτόρα ρωτάει το ζευγάρι.
«Ναι, εσένα θέλω…» επιμένει η τραγουδίστρια.
- Να με περιμένετε πίσω από το άγαλμα της πλατείας, θα έρθω μετά από έξι λεπτά.
Πράγματι μετά από δέκα λεπτά η σερβιτόρα πλησίασε την παρκαρισμένη μερσέντες. Ο σωφέρ άνοιξε την πίσω δεξιά πόρτα, στη θέση του συνοδηγού καθόταν ο σύζυγος, κλασική περίπτωση μπον βιβέρ. Στο πίσω κάθισμα βυθισμένη μέσα στο παλτό της η τραγουδίστρια, λέει στην σερβιτόρα.
«Το ξέρεις ότι η κλάση σου δεν είναι για γκαρσόνα. Τι έχεις σπουδάσει;»
-Τίποτα.
«Υπέροχα, θα γίνεις γραμματέας μου».