ΕΡΩΣ ΚΑΙ ΕΑΡ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΘΕΝΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ
Κλονισμένη υγεία και ψυχολογικά προβλήματα διαπιστώθηκαν στην 14χρονη θυγατέρα πάμπλουτης και με τίτλους ευγενείας οικογένειας από το Μόναχο, την πατρίδα του πρώτου βασιλιά της Ελλάδος Όθωνα. Οι γιατροί συνέστησαν επειγόντως αλλαγή περιβάλλοντος και, για να συνέλθει η κορασίδα, πρότειναν τη μεσογειακή άνοιξη της Ελλάδος.
Στην Αθήνα του 1857 η ανήλικη Άννα εγκαταστάθηκε σε πολυτελή αθηναϊκή οικία στην οποία διέμενε βαυαρική οικογένεια, κι αυτή επιλέχθηκε να αναλάβει την κηδεμονία της φιλοξενούμενης. Τη φροντίδα της.
Προσελήφθη 21χρονος φοιτητής της ιατρικής, του οποίου ποιήματα είχαν ήδη δημοσιευθεί. Κρίθηκε ο πλέον κατάλληλος για να γνωρίσει στην ανήλικη Βαυαρή τον πλούτο της κλασικής αρχαιότητας και ό,τι ακόμα διασωζόταν από το μεγαλείο του παρελθόντος.
Εντυπωσιαζόταν το κορίτσι αλλά και την γοήτευε ο επιθετικός, ο αυθάδης ιδεαλισμός του Αντίνοου, ο οποίος ήταν ικανός να μιλάει με τις ώρες για το Αιώνιο Ωραίο, κάθε τι αρχαιοελληνικό, αλλά και να περιφρονεί στα όρια της χυδαιολογίας κάποιες φορές ως βαρβαρικό και σκοτεινό κάθε τι σύγχρονο, ευρωπαϊκό.
Πέρασαν δυόμισυ εβδομάδες από την πρώτη τους συνάντηση, του Αντίνοου και της Γερμανίδας. Σχεδόν κάθε μέρα έχουν πρόγραμμα, όλο και κάπου θα την συνοδεύει. Για πρώτη φορά επισκέφθηκαν το Σούνιο, μια γλυκειά ώρα πριν από το δειλινό. Πώς του 'ρθε και ο νέος της είπε ένα παραμύθι από το κεφάλι του. Ότι κάποτε κάποιοι χωρικοί δήθεν τυφλώθηκαν όταν αντίκρυσαν γυμνή, ολόγυμνη τη μορφή μιας νύμφης του Ποσειδώνα. Το κορίτσι χαμογέλασε.
Χαμόγελο ανόθευτο, δόντια θαμπωτικά. Πόσο άλλαξε η εικόνα της, σκέφθηκε ο Αντίνοος. Την πρωτογνώρισε με πανιασμένο δέρμα, σήμερα είναι λαμπερό, γαλατένιο, αγγελικό, ναι. Τα μαλλιά της ξανθά, χρυσόξανθα, και μια κρεατοελιά στο ροδομάγουλο τόνιζε την πορφυράδα του.
Ξαφνικά το κορίτσι με βλέμμα περίεργο και τα μάτια της καρφωμένα επάνω του πετάχτηκε όρθια, κι αυτός, λες να την έβλεπε σε όνειρο, την άκουσε να του ψιθυρίζει...
- Ώστε τυφλώθηκαν οι χωρικοί, λες, από τη γύμνια της νύφης… Δεν μας βλέπει κανείς! Θα γίνω νύφη του ωκεανού κι εγώ, γυμνή θα ζητήσω την ευλογία του Ποσειδώνα... Στρέψε το κεφάλι, σε παρακαλώ, από την άλλη μεριά, μην τυφλωθείς κι εσύ...
Το κορίτσι, καθόλου αιφνιδιασμένο, από την αυθόρμητη και στιβαρή λαβή του, ακούμπησε την παλάμη της στη δική του. Σταυρώθηκαν οι ματιές τους κι αμέσως αυτός που κατάλαβε τι συνέβαινε ήταν ο ήλιος, γι’ αυτό κρύφθηκε πίσω απ΄ένα σύννεφο.
Δεν υπήρξε αίσθημα. Αταίριαστοι οι δυο τους. Ο Αντίνοος έφυγε στο Μόναχο να συνεχίσει τις ιατρικές του σπουδές. Η Άννα σύντομα συνειδητοποίησε πως άδικα είχε αποζητήσει τον έρωτα του φοιτητή, διότι ποτέ δεν τον αγάπησε τόσο, όσο λάτρεψε την αρχαία Ελλάδα. Γι’ αυτό έζησε και πέθανε στην Αθήνα. Ο τάφος της βρίσκεται ακόμα στην αυλή της μονοκατοικίας της, στην Κηφισιά.
Διαβαστε ακομα: