ΑΦΕΘΗΚΕ ΣΤΟΝ ΓΕΙΤΟΝΑ ΚΙ ΑΝΟΙΞΕ Η ΠΟΡΤΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΗΣ
Γυμνή στο κρεβάτι με τον εραστή της η σαραντάρα Λήδα, χήρα εδώ και πέντε χρόνια, φέρνει νοσταλγικά στο νου, για μια φορά ακόμα, την πιο μεγάλη νύχτα της ζωής της. Ίσως το ‘χει ανάγκη να αναθυμάται τι συνέβη εκείνη την τραγική ημέρα, όλα εκείνα που της έδειξαν το δρόμο στη λύτρωση. Η ανάμνηση κάθε συνταρακτικής λεπτομέρειας της χαρίζει μια γλύκα απέραντη και γαλήνη μαζί.
Ο άντρας στο πλάι της ανταποκρίθηκε πάλι πέραν από κάθε προσδοκία. Του αξίζει ένας μακάριος ύπνος. Πριν ρίξει επάνω του ένα ελαφρό σκέπασμα η Λήδα, χορτασμένη από σεξουαλική ικανοποίηση, παρατηρεί το μαυρούλικο όργανό του σε στάση απόλυτης ανάπαυσης. Θέλει να το ευχαριστήσει για τις κοπιώδεις προσπάθειές του και το κάνει μ’ ένα πεταχτό φιλί, κι ένα τρυφερό αποχαιρετισμό, ένα άγγιγμα με το χέρι της.
Στο μπαλκόνι με τσιγάρο στο στόμα θυμάται η Λήδα τα γεγονότα εκείνης της αλησμόνητης βραδιάς πριν από πέντε χρόνια. Είχαν επιστρέψει από έξοδο νυχτερινή και πριν ανοίξουν την πόρτα του ασανσέρ της μικρής, κομψής πολυκατοικίας ο φιλάσθενος σύζυγος της σωριάστηκε κάτω. Τον είχε αγαπήσει, όσο μπορεί να αντιλαμβάνεται τον αληθινό έρωτα ένα άγουρο ακόμα κορίτσι. Η ερωτική της ψευδαίσθηση κράτησε μέχρι να γνωρίσει τον πραγματικό χαρακτήρα του κατά 20 χρόνια μεγαλύτερου της Γιώργου.
Στα 15 χρόνια γάμου δεν σκέφτηκε ποτέ τον χωρισμό, ούτε να πάει μ’ άλλον. Πόσο γυναικούλα ήταν στ’ αλήθεια! Είχε όμορφο, ευχάριστο πρόσωπό και σφικτοκτισμένο κορμί, όμως κράτησε μακριά της τον διάολο της απιστίας. Ναι, η ζωή της είχε φερθεί καλά, δεν της έλειπε τίποτα, είχε ό,τι ήθελε, μόνο που είχε ξεχάσει ότι είναι γυναίκα ερωτική και ερωτεύσιμη. Φταίει, αλήθεια, μόνο η αρρώστια του Γιώργου; Η αρρώστια που στα μάτια της τον έκανε λιγώτερο αντιπαθητικό, παρ' ό,τι κάποιες στιγμές αυτός γινόταν αποκρουστικός, αηδιαστικός.
Δίπλωσε σαν εφημερίδα ο 55χρονος Γιώργος και χάνοντας τις αισθήσεις του βρέθηκε στο πάτωμα. Εκείνη τη στιγμή δίπλα του ήταν και η κυρία του 3ου ορόφου που τρομοκρατημένη έτρεξε να προλάβει τον σύζυγό της, να μην παρκάρει στο γκαράζ της μεγάλης αυλής. Ήταν η γυναίκα “του”, εκείνου που διακριτικά, όμως τόσο ξεκάθαρα την φλέρταρε με τα μάτια. Ούτε λέξη δεν αντάλλαξαν, πέρα από μια καλημέρα, από τότε που εδώ και λίγες εβδομάδες έγινε συγκάτοικος.
Εκείνος, Κυριαζής το όνομά του, πρότεινε στη Λήδα να καθίσει πίσω για να συγκρατεί σταθερά τον ημιθανή σύζυγό της, στη θέση του συνοδηγού. Έφθασαν στο νοσοκομείο. Οριακή η κατάσταση υγείας του Γιώργου έδειξαν οι πρώτες εξετάσεις της στιγμής. Η Λήδα μπαινοβγαίνει στο θάλαμο που αναπαυόταν ο σύζυγός της. Δέκα φορές τον ευχαρίστησε τον κύριο Κυριαζή κι άλλες τόσες του ζήτησε συγνώμην για την ταλαιπωρία. Της είπε ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, θα περιμένει λίγο ακόμα, μήπως χρειαστεί ακόμα να βοηθήσει σε κάτι και λίγο αργότερα θα επιστρέψει σπίτι.
Ο Κυριαζής τηλεφώνησε στην γυναίκα του. ‘’Τα πράγματα εδώ δεν είναι καλά με τον κύριο Γιώργο, η γυναίκα του είναι αναστατωμένη, κοιμήσου εσύ, θα την πάρω μαζί μου αν θαρρεί ότι δεν είναι ανάγκη να ξενυχτήσει στο νοσοκομείο’’.
Πέρασαν δυο ώρες τουλάχιστον. Του είπε ότι ο άνδρας της κοιμήθηκε και για ενδέκατη φορά τον ευχαρίστησε. Αυτός της πρότεινε πως το πιο φρόνιμο θα ήταν να πήγαινε στο σπίτι της, αυτή δεν είναι σε θέση να βοηθήσει τον ασθενή, και ανώφελο να ταλαιπωρηθεί όλη νύχτα, όρθια στο πόδι.
Από την πρώτη στιγμή που τον είχαν δει τα μάτια της η Λήδα αισθάνθηκε κάποιον αδιευκρίνιστο φόβο γι’ αυτόν τον άνδρα. Τα βλέμματά του επάνω της ήταν γεμάτα νόημα, όποτε τύχαινε να συναντηθούν στο χώρο της πολυκατοικίας, της προκαλούσαν μια αμηχανία. Κάτι της έλεγε μέσα της ότι ο άνθρωπος αυτός είναι επικίνδυνος. Αντί, λοιπόν, να κολακεύεται που ένας γοητευτικός άνδρας την έτρωγε με τα μάτια του, την έπνιγε ένας προβληματισμός.
Στο αυτοκίνητο οι δυο τους, αφήνουν πίσω τους το νοσοκομείο. Είναι ένας τζέντλεμαν γείτονας.
- Αν ήμουν στη θέση σας δεν θα ήθελα να επιστρέψω στο διαμέρισμά μου... , την αιφνιδίασε παρηγορητικά.
“Τι εννοείτε;”.
-Είστε ταραγμένη, επόμενο. Ένα ποτό θα σας χαλάρωνε, θα άδειαζε την υπερένταση.
“Προτείνετε κάτι;”.
- Όχι, ακριβώς. Μια σκέψη έκανα. Λίγο αλκοόλ και ο αέρας της θάλασσας θα σας ανακούφιζε, νομίζω.
Το μαγαζί ατμοσφαιρικό, μουσική ορχηστρική, μεγαγχολική, υποτονική. Μετά από πέντε λεπτά η Λήδα κατάλαβε. Γιατί αυτός ο άνδρας την τρομοκρατούσε. Γιατί την ακουμπούσε η απειλή του. Ήταν η υποσυνείδητη σκέψη ότι αν υπέκυπτε σ’ αυτόν, αν ανταποκρινόταν στο φλερτ του, θα έμπαινε σε περιπέτειες άγνωστες και απερπάτιστες σ’ αυτήν. Τα αισθήματά της για τον Γιώργο είχαν λοιώσει σαν παγάκι στο φούρνο κι αυτό ήταν αρκετό για να προχωρήσει σε εξωσυζυγικό δεσμό. Σε καταστάσεις ακραίες, δηλαδή, σε μια δεύτερη ζωή, κρυφή αυτή, που εκείνη δεν θα ήταν σε θέση να διαχειριστεί. Είχε, λοιπόν, συμβιβαστεί στη μοίρα της, χωμένη στο κλειστό συρτάρι του γάμου.
Να γιατί η Λήδα μυρμήγκιαζε όποτε εκείνος την γλυκοκοίταζε. Μια χαρά άνθρωπος είναι ο κύριος του γάμα ορόφου, όμως η γνωριμία μαζί του θα την έβρισκε εκτός ελέγχου. Αυτή ήταν η αιτία που κρατούσε αποστάσεις απ’ αυτόν. Να, που τούτη τη στιγμή τον θέλει! Πολύ! Της φέρεται άψογα, γιατί είναι η σύζυγος που βιώνει το ξαφνικό, το δυσάρεστο, χωρίς δισταγμό προσφέρθηκε να μεταφέρει εσπευσμένα τον άντρα της στο νοσοκομείο. Τον έχει απέναντί της η Λήδα και σκέπτεται τα χέρια του να της χαϊδεύουν το κορμί. Παντού.
Του ζήτησε να βγουν έξω, να περπατήσουν στην παραλία. “Είχατε δίκαιο, που δεν γύρισα αμέσως στο σπίτι, ξανάρθα στα ίσα μου, το ποτό, η παρέα σας, η βόλτα δίπλα στη θάλασσα...”. Σκοτάδι. Οι ματιές του είναι σταυρωμένες, επίμονα, ήρεμα, τα χείλη τους στεγνά, άφωνα. Της πιάνει την παλάμη, είναι καυτή. Χώθηκαν στο πιο κοντινό ξενοδοχείο.
Στο δωμάτιο παραδόθηκε ολόκληρη. Δεν την απασχολούσε αν μετά από λίγες ώρες δεν θα ζούσε, αν θα πεθάνει την άλλη μέρα. Είναι μ’ έναν ξένο, μ’ έναν άλλον άνδρα και κάθε λεπτό πλημμύριζε από ηδονή και έβριζε τον εαυτό της για τη μέχρι σήμερα δειλία της, τη μικρότητά της. Ναι, είναι άτομο χωρίς προσωπικότητα, χωρίς προσωπική βούληση. Ένα δάκρυ της έφθασε μέχρι το μάγουλο, μετανοιωμένη για τις θαμμένες ορμές της τα τελευταία χρόνια.
Δεν τον ξαναείδε τον Κυριαζή, δεν έκανε σχέση μαζί του, δεν ήθελε τότε, όταν ο άντρας της μετρούσε μέρες. Μετά τον θάνατό του Γιώργου η Λήδα έζησε τον έρωτα, τον σεξουαλικό έρωτα σαν αληθινή γυναίκα. Με διάφορες άνδρες Μια Λήδα ζωντανή, απαιτητική. Και ποτέ δεν πέρασε από τη σκέψη της να βολευτεί σε γάμο, να φτιάξει σχέση μόνιμη.
Διαβαστε ακομα: