ΤΟ ΦΤΩΧΟΠΑΙΔΟ ΓΑΜΠΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΙΣΤΟΚΡΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑ
''Όποιος βγάλει από το γελοίο στόμα του έστω και λέξη σε βάρος του Martin θα φάει ξύλο! Από μένα!...”. Με το που μίλησε ο Τζαίησον, ο χαβαλές στην τραπεζαρία του κολεγίου επιτόπου κόπηκε μαχαίρι. “...Κι αν το τολμήσουν δύο απ' εσάς και τους δυο μαζί θα δείρω!”. Απόλυτη σιωπή απλώθηκε στη φασαριόζικη ομάδα των νεαρών, 18χρονοι όλοι, ιδιαίτερα εκείνων που συναγωνιζόντουσαν ποιος θα κοροϊδέψει περισσότερο, θα ειρωνευτεί πιο απαξιωτικά τον συμμαθητή τους Μάρτιν. Όλοι πλουσιόπαιδα, εκτός από το φτωχόπαιδο Jason, αριστούχος αυτός είχε πάρει υποτροφία και σπούδαζε χωρίς ο πατέρας του να πληρώνει μία στο φιρμάτο σχολείο.
- Ήθελα να σ' ευχαριστήσω. Τιμή μου να με θεωρείς φίλο σου.
Από την επομένη ο Μάρτιν δεν ξεκολλούσε δίπλα από τον Ιάσονα. “Όλοι οι πρώην “φίλοι” μου, μου κάνουν μούτρα επειδή κάνω παρέα με σένα, όμως κανένας τους δεν με ξαναενόχλησε. Αλήθεια, γιατί πήρες το μέρος μου, Τζαίησον;...”.
- Δεν το έκανα για σένα, το βρίσκω ανανδρία πέντε και έξι από δαύτους να τα βάζουν μ' έναν, εσένα, επειδή σε περνάνε για βουτυρόπαιδο οι ανόητοι κουραμπιέδες.
Πατέρας, μητέρα, θυγατέρα και υιός, όλη η οικογένεια είναι καθισμένοι σ΄ ένα πέτρινο τραπέζι στην λιθόστρωτη αυλή, στην είσοδο της νότιας πλευράς της πιο μεγάλης ισόγειας αίθουσας της έπαυλης των Epstein και περιμένουν τον Ιάσονα, να ξεκινήσουν το breakfast. Από ενωρίς το πρωί το αγόρι είχε βγει στο δάσος, να τρέξει λίγο, να γυμναστεί και είχε ήδη επιστρέψει στο δωμάτιό του. Αισθάνθηκε άβολα όταν μία υπηρέτρια τον ειδοποίησε πως τον περιμένουν οι οικοδεσπότες. Έλπιζε να μην τον θεωρήσουν αγενή, και προσβλητική την συμπεριφορά του. Σ' ένα λεπτό ετοιμάστηκε κιόλας και έτρεξε να τους συναντήσει.
“Ο γιος μου σας έχει σαν Θεό. Η γνωριμία του με σένα οφείλεται στη Θεία Χάρη. Ο Μάρτιν είναι πια ένας ώριμος νέος, ξέρει τι θέλει, κι αυτό οφείλεται σ' εσάς, αγαπητέ Ιάσονα... ”.
- Ο γιος σας είναι ευφυής, κύρια Έμιλυ. Αν εγώ είχα καλή επιρροή επάνω του μια φορά, εκείνος με τη γνωριμία μας με ωφέλησε δύο φορές, σχολιάζει σεμνά ο Τζαίησον.
“Μου δίνετε μεγάλη συγκίνηση. Αν ξέρατε πόσο ευτυχισμένη με κάνετε. Τα λόγια σας είναι το πιο πολύτιμο δώρο που έχω λάβει στη ζωή μου, είμαι σίγουρη ότι είστε ειλικρινής...”.
- Δεσποσύνη Έμιλυ, είστε μια πολύ όμορφη γυναίκα..., της λέει στεγνά, μ' ένα τρόπο που εκείνη αισθάνεται να την μαλώνει.
“Ευχαριστώ για τον καλό σας λόγο...” ψιθυρίζει αχνά η γυναίκα, σχεδόν τρομοκρατημένη με τη σκέψη ότι απέναντί της δεν αισθάνεται κάποιον συνομήλικο του γιου της, αλλά έναν κανονικό άνδρα.
- Αν ήμουν ο γιος σας, κυρία Έμιλυ, θαρρώ πως θα έπαιρνα πολλά από εσάς. Μίλησα για την ομορφιά σας. με την ελπίδα πως δεν θα με παρεξηγήσετε, γιατί όταν σας βλέπω είναι σα να θαυμάζω πίνακα. Είστε χαρισματική γυναίκα... Ο Μάρτιν στο κολέγιο ήταν άοπλος, απροετοίμαστος να αντιμετωπίσει τα σχόλια κάποιων παλιόπαιδων. Εγώ, κυρία Έμιλυ, μεγάλωσα ορφανός από μάνα. Το ξαναλέω, ο γιος σας είναι καλύτερος από μένα, σ' όλα...
Η κουβέντα τους γίνεται στο σαλόνι με ταριχευμένα πουλιά στους τοίχους και κέρατα ζώων. Η γυναίκα πλησιάζει το αγόρι, πιάνει τα δυο του χέρια. “Θα ήθελα να σε ασπαστώ, αν το επιτρέπεις...”. Η μητρική αγκαλιά της στάθηκε η Αποκάλυψη, της έδωσε ένα ξύπνημα συνταρακτικό σ' όλο το κορμί. Δεν κρατάει σφικτά έναν 18χρονο η θρησκόληπτη γυναίκα αλλά τον άνδρα που εκείνη δεν γνώρισε ποτέ στη ζωή της. Το αρσενικό κορμί του Τζαίησον, τα σιδερένια μπράτσα και το μαρμάρινο στήθος, ξέθαβαν μέσα της επιθυμίες ανομολόγητες.
Οι δυο τους πάλι την άλλη μέρα. Όπως πάντα ο σύζυγος απουσιάζει. Ο Ιάσων και η 19χρονη αδελφή του Bessie, αρραβωνιασμένη με τον Gabriel, γόνο της αριστοκρατικής οικογένειας Morton, έχουν ήδη φύγει στην πόλη, στον συμβολαιογράφο, για ζητήματα κληρονομικά. Τον βλέπει έτοιμο να περπατήσει στο δάσος. “Θα σε πείραζε να 'ρθω μαζί σου;...” τον ρώτησε η Έμιλυ έχοντας προσπαθήσει από το πρωί να ξεχάσει ότι ολόκληρο το βράδυ τον σκεπτόταν στο κρεβάτι της, να την φιλάει, να την χαϊδεύει κι αυτή, πότε ήταν 20 χρονών, πότε 30, αλλά και στα 40 της σήμερα, να μη χορταίνει.
Κάθισαν στην πεζούλα, κάτω από το πλατάνι, δίπλα στο ρυάκι, που κυλούσε και προκαλούσε τη μουσική της φύσης στην ερημιά. Έχουν να ανταλλάξουν λέξη τουλάχιστον μισή ώρα, βαβίζουν αμίλητοι. Κάτι τους σφίγγει, τους δένει τη γλώσσα. Η γυναίκα σηκώνεται, τείνει το χέρι της προς αυτόν, του ζητάει βοήθεια, να πιαστεί από το μπράτσο του, καθώς περπατούν πάνω σ' ένα κορμό πεσμένο στο νερό. Πατούν, τελικά, στην ασφάλεια του εδάφους, αλλά δεν αφήνει το χέρι του. Κουρνιάζει επάνω του. Σπρώχνει αποφασιστικά την παλάμη του να βολτάρει στο κορμί της, δεν της φθάνει η αγκαλιά του, του δίνεται ολοκληρωτικά. Ξαπλώνουν λίγο παραπέρα, σ' ένα κομμάτι χώματος, πιο διψασμένο από την ίδια.
Σήμερα είναι η τελευταία ημέρα του Ιάσονα στη βίλα των Επστάιν. Αύριο αυτός και ο Μάρτιν θα επιστρέψουν στο κολέγιο. Σεισμός στην οικογένεια! Η Μπέσυ ανακοινώνει στην μητέρα της, ότι θέλει να χωρίσει τον μνηστήρα της, τον Γκάμπριελ! Γιατί; Ο Ιάσων! Η 19χρονη εδώ και δέκα ημέρες, από την πρώτη στιγμή ερωτεύθηκε τον φίλο του αδελφού της. Η Έμιλυ ρώτησε επιφυλακτικά την κόρη της, αν συνέβη κάτι ανάμεσά τους, της Μπέσυ και του Ιάσονα.
- Απολύτως τίποτα! Το πιθανότερο να μη γνωρίζει πόσο μ' έχει μαχαιρώσει! Μπήκε μέσα στην καρδιά μου, εκεί τον έχω, μητέρα. Δεν είμαι τρελή. Αν δεν με θέλει, αυτός που είμαι σίγουρη ότι θα κάνει καλύτερη τη ζωή μου, ο πόνος θα 'ναι δικός μου. Δικό μου πρόβλημα να τον ξεπεράσω, αν μ' αρνηθεί. Όπως και να 'χει θέλω να διακόψω με τον Γκάμπριελ
.
Η Έμιλυ μίλησε στον σύζυγό της. “Είστε τρελές, εσύ και η κόρη σου. Να παντρευτεί κάποιον άγνωστο, δίχως όνομα, δίχως περιουσία. Δεν το συζητώ!”. Η έκπληξη της ζωής του για τον σύζυγο όταν μπροστά του έχει μία άλλη Έμιλυ, σα να την βλέπει πρώτη φορά. “Αν αρνείσαι την επιθυμία της κόρης μας, είμαι αποφασισμένη να φτάσω στο διαζύγιο για τους λόγους που αντιλαμβάνεσαι. Η δε Μπέσυ, μου ζήτησε να σου μεταφέρω ότι δεν θέλει να σε ξέρει, μάλιστα απαιτεί το μερίδιο που της ανήκει από την οικογενειακή περιουσία και πως θα ζήσει μακριά από σένα. Σου δίνω τέσσερις ώρες διορία, όχι περισσότερο αν αλλάξεις γνώμη...”.