Η ΔΑΣΚΑΛΑ ΕΧΑΣΕ ΤΟΝ ΕΛΕΧΓΟ ΜΕ ΤΟΝ ΜΑΘΗΤΗ...

 
Κτύπησε το κουδούνι. Διάλειμμα. Αμέσως οι μαθητές εξαφανίστηκαν από την τάξη. Η καθηγήτρια της Ιστορίας έχει αρχίσει να σκέπτεται τι να μαγειρέψει το βράδυ, διότι είχε καλεσμένο φιλικό της ζευγάρι. Όσο μάζευε όρθια τα προσωπικά της αντικείμενα στην έδρα, το μάτι της πέφτει στον Ανδρεάδη. Περίεργο. Καθισμένος ακόμα στο θρανίο ο νέος με το κεφάλι κατεβασμένο. Προτίμησε να μην του μιλήσει από απόσταση, τον πλησίασε. “Συμβαίνει κάτι;...”.Οπωσδήποτε κάτι τρέχει με τον δίμετρο μαθητή. Μια χαρά παλληκάρι, αλλά τις τελευταίες ημέρες δείχνει να έχει κλειστεί στον εαυτό του, σκεπτικός, απόμακρος.

- Τίποτα, κυρία..., να, κάποιες σκέψεις με γυροφέρνουν.

Μετά από τρεις ημέρες, στη διάρκεια του μαθήματος, η καθηγήτρια τον συνέλαβε πάλι φευγάτο, και μπροστά σ' όλα τα παιδιά, του ζήτησε να τα πούνε στο διάλειμμα. “Δεν είναι δουλειά μου να ασχολούμαι με τα προσωπικά σας, όμως αν σου εμπνέω εμπιστοσύνη και νομίζεις ότι θα σου κάνει καλό να μου μιλήσεις, τι είναι εκείνο που σε απασχολεί, γιατί σίγουρα κάτι σε βαραίνει, είμαι στη διάθεσή σου... Ξέρεις, μια ανοικτή και ειλικρινής κουβέντα πάντα βοηθάει...”.

Την ευχαρίστησε. Της είπε ότι γι' αυτόν ποτέ δεν ήταν η αυστηρή καθηγήτρια, όπως έτσι την έβλεπαν οι συμμαθητές του. Τέλος πάντων, της εξομολογήθηκε πως τον βασανίζει το αύριο, ο φόβος τι τον περιμένει, όταν σε λίγο θα τελειώσει το σχολείο, και αισθάνεται να βρίσκεται σε κενό. Η 40χρονη έβαλε το χέρι της στο κεφάλι του, μια κίνηση σα να τον μάλωνε με εύθυμο τόνο για τις μαύρες του σκέψεις, τις μαύρες του ανησυχίες.

“Κι εγώ έτσι που σ' έβλεπα, φοβήθηκα ότι κάποιο κακό σε βρήκε. Αν ήσουν δικός μου άνθρωπος, γιος, ανηψιός, θα σου τα έψελνα. Να σ' έχει πάρει από κάτω αυτό που εσύ έπρεπε να τον έχει βάλει κάτω. Αγγελή, είσαι παιδί!”.

Πριν τον αφήσει η καθηγήτρια του πρότεινε να την επισκεφθεί στην οικία της. Μια συζήτηση αρκετή για να διώξει όλα τα μαύρα σύννεφα από το κεφάλι του δεν γίνεται στο πόδι, ούτε στο σχολείο. Πώς, αλήθεια, της ήρθε να τον καλέσει σπίτι της, σκεπτόταν στο δρόμο η ζωντοχήρα εκπαιδευτικός. 

Αθήνα 1969. Κτυπάει το κουδούνι στην αυλόπορτα της μικρής μονοκατοικίας στο Μαρούσι. Ο νέος σκύβει για να περάσει τη σιδερένια εξώπορτα. Για ένα τέταρτο τουλάχιστον μιλούσαν για την καθημερινότητα στο σχολείο, μέχρι που έφθασαν να κάνουν κουτσομπολιό, διακριτικό, χωρίς αιχμές, για μαθητές και καθηγητές. Σε καλή ατμόσφαιρα, αρκετά χαλαρά, ήρθε η συζήτηση στο θέμα. Τον άκουγε σιωπηλή. Όταν ξαναμίλησε αυτή ήταν πάλι η δασκάλα του Παρούλα Αυξεντίδου.

“Αγγελή, είσαι παίδαρος! Δυο μέτρα πράμα. Γεμάτος υγεία και δύναμη. Δεν σου ταιριάζει να γκρινιάζεις, με τη ζωή και τον εαυτό σου. Αν εσύ, με τόσα προσόντα, κυρίως πνευματικά, ανησυχείς για το μέλλον σου, τι να πουν κάποιοι άλλοι. Θα έπρεπε να ζηλεύεις τον εαυτό σου, είσαι όμορφος, καλοφτιαγμένος, δεν βλέπω να σου λείπει τίποτα. Το ότι δεν είσαι τόσο καλός στο μπάσκετ, ότι δεν σε τραβάνε τα μαθήματα του σχολείου, δεν είναι λόγος να σε πνίγει η απογοήτευση. Απλά δεν έτυχε ακόμα να ανακαλύψεις το δυνατό σου σημείο, εκεί όπου θα ποντάρεις...”.

Η γυναίκα σηκώθηκε όρθια. “Έλα να σου κάνω μια αγκαλιά! Πώς, όμως, έτσι τεράστιος που είσαι αντί να σ' αγκαλιάσω, θα βρεθώ εγώ αγκαλιασμένη...”.

Τα δυο κορμιά ενώθηκαν. Η αγκαλιά της καθηγήτριας είχε το νόημα της ψυχολογικής στήριξης του 19χρονου μαθητή της, όμως βγάζει κι άλλα πράγματα όσο περνάνε τα δευτερόλεπτα, και πέρασαν αρκετά, οι δυο τους δεν διέκοπταν τη σωματική επαφή...Και προέκυψε το απονενοημένο από την Παρή. Κατεβάζει αργά τα χέρια της από τους ώμους του, την πλάτη του, τα φέρνει στο στήθος του, μετά παρακάτω, και... αγγίζει το μόριό του που είχε ήδη γίνει ρουκέτα έτοιμη προς εκτόξευσιν.

Δέκατα του δευτερολέπτου δεν πέρασαν και ένας άφωνος Αγγελής αντικρύζει την γυναίκα να του έχει στρέψει την πλάτη και να κλαίει γοερά με τα χέρια στο κεφάλι. “Συγνώμην, συγνώμην...” να παραμιλάει, να σπαρταράει η γυναίκα, “...και πώς μου 'ρθε, τι είναι αυτό που έκανα..., συγνώμην, συγνώμην...”. Σωριασμένη στον καναπέ, τα πόδια της διπλωμένα, αποκαλύπτουν γύμνια πάνω από το γόνατο, κι αυτή να κτυπιέται ασυγχώρητη για την παρορμητική της κίνηση στην ευαίσθητη ανδρική περιοχή.

Το αγόρι δεν ξέρει τι να κάνει. Σοκαρισμένος, σίγουρα απροετοίμαστος σ΄ ένα τέτοιο σκηνικό. Την ακουμπά δειλά στην πλάτη, της ψιθυρίζει προστατευτικά.

-Σας παρακαλώ, κυρία Αυξεντίδου..., μην κάνετε έτσι...

‘’Μου αξίζει να με ξεφτυλίσεις! Να το μάθει όλο το σχολείο, να μην έχω μούτρα να κυκλοφορήσω... Θεέ μου, ντροπή μου!”. Οι λέξεις βγαίνουν ζεστές, σπαρακτικές, από μια γυναίκα που δεν μπορεί να δεχθεί την απώλεια του αυτοελέγχου της, να απλώσει χέρι σ' έναν μαθητή της.

Ο Αγγελής βλέποντας ότι απέναντι του έχει μια γυναίκα σε κατάρρευση, στην απόλυτη αδυναμία της, ότι δεν υπάρχει άλλος, ότι είναι οι δυο τους, βγάζει τον άνδρα από μέσα του. “Μου επιτρέπεται να σας λέω Παρή;...”.

''Ασφαλώς και σου επιτρέπω...'', του απαντάει με λυγμούς και δάκρυα. Αμέσως τον κοιτάει κατάματα, και σαν κοριτσάκι ανήλικο τον ρωτάει: ''Δεν θα με καταγγείλεις; Δεν θα πεις τίποτα σε κανέναν...''

Της πιάνει ζωηρά τα δυο μπράτσα. “Τι είναι αυτά που μου λες, Παρή! Δεν σου έδωσα το δικαίωμα να με θεωρείς παιδί... Για ποιον με πέρασες, να πω δεξιά κι αριστερά αυτά που συνέβησαν μεταξύ μας...”. Τον χαϊδεύει στο πρόσωπο, δεν χάνει τα μάτια του από τα δικά της. ''Όχι, δεν σε θεωρώ παιδί, ούτε βλέπω άγχος και ανασφάλεια επάνω σου. Είσαι άνδρας πια, ένας άνδρας...''.

Κάθισε δίπλα της στον καναπέ. Την έχωσε μέσα στην αγκαλιά του, κι αυτή άρχισε πάλι να τρέμει...., και το κορμί της να γίνεται όλο και περισσότερο ζεστό. Καυτό. Ο Αγγελής δέχεται την πυρά της κάψας της κάτω από τα ρούχα της, το λαρύγγι του στεγνώνει κι έχει ανάγκη να υγρανθεί.

Το κάλεσμα του κορμιού της ζητάει το χέρι του..., κι αυτός το σπρώχνει στη γυμνή επιδερμίδα, στα μάγουλα της, στο λαιμό της, στα μπράτσα της... Όταν άπλωσε το χέρι του μέσα στο σουτιέν της νόμισε ότι έκοβε καρπούς από το απαγορευμένο δένδρο της ζωής...

Τι ηλίθιος είναι! Να κωλώνει στις δυσκολίες της ζωής.

Διαβαστε ακομα:

ΤΗΝ ΠΟΘΟΥΣΕ ΤΡΕΛΑ, ΤΗΝ ΗΘΕΛΕ ΧΩΡΙΣ ΝΑ ΤΗΝ... ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΙ