ΓΝΩΡΙΣΕ ΠΑΛΙΟΥΣ ΑΘΗΝΑΙΟΥΣ ΚΙ ΑΚΟΥΣΕ ΙΣΤΟΡΙΕΣ...

 
Από τον Φωστήρα 
Σας αρέσει η γειτονιά που μένετε; Αυτή τη κουβέντα άνοιξε προχθές συνάδελφος τις σε πηγαδάκι στα δικαστήρια της οδού Ευελπίδων, όταν πληροφορήθηκε ότι μένω Κυψέλη. Ο ίδιος καμάρωνε ότι κατοικοεδρεύει κάπου στα Σπατανέικα, σε γεωγραφικό στίγμα που μόνο με καλό GPS δύνανται βετεράνοι πεζοναύτες να εντοπίσουν και πηγαινοέρχεται κάθε μέρα κοντά 80 χιλιόμετρα δουλειά – σπίτι, σπίτι – δουλειά, αλλά του αρέσει «γιατί είναι κοντά στη φύση». Ότε δε περιδεής, με ρώτησε έμπλεως γνησίας απορίας ου μην αλλά και ελαφρά συγκεκαλυμμένης ειρωνείας : «πως είναι να ζει κάποιος στην Κυψέλη»;
Ε, λοιπόν, ναι : Η Κυψέλη είναι η πιο πυκνοκατοικημένη αστική ζώνη της Ευρώπης και μέσα στις 10 πρώτες στον Δυτικό Κόσμο. Και ναι: Αποτελεί το ζωντανό παράδειγμα της μεταπολεμικής παράκρουσης της «ανοικοδόμησης» με τον υψηλότερο συντελεστή δόμησης και τα μικρότερα πεζοδρόμια στην Ελλάδα. Κι εκείνα τα υπόγεια – μπουντρούμια, που τα γράφανε για αποθήκες στα παλιά συμβόλαια. Επίσης ναι: Στα τέλη του περασμένου αιώνα «άδειασε» από Έλληνες, που ψάξανε τις τύχες τους σε μακρινά βόρεια και ανατολικά προάστια και γέμισε από Βαλκάνιους χειρώνακτες και οικοδόμους, κυρίως Αλβανούς (την πλατεία Κανάρη την λέγαν μεταξύ τους «πλατεία Τιράνων»). Ακόμα ναι: τον πρώτο χρόνο της πτώχευσης και την κατάρρευση της κατασκευαστικής δραστηριότητας ξενοικιάστηκαν όλα τα διαμερίσματα και γέμισαν από επήλυδες από κάθε γωνιά της γης, κυρίως Αφρικανούς.    
Δεν την αλλάζω, όμως, με τίποτα. Γέννημα – θρέμμα Ταυριώτης ο υπογράφων, ερωτεύτηκε Κυψελιώτισα την τρελή δεκαετία του ΄80 και περπάτησε στις δόξες της την Via Veneto της Αθήνας, την Φωκίωνος Νέγρη, τον χωρίς σύγκριση ωραιότερο και πιο σικάτο πεζόδρομο της πρωτεύουσας. Γνώρισε παλιούς Αθηναίους και άκουσε ιστορίες από την εποχή που οι αστυφύλακες περιφέρανε γουλί τους τεντυμπόυδες μετά από γιαούρτωμα και τα αυτοκίνητα τρακάρανε κάθε που έσκαγε η Μάρθα Καραγιάννη στην θρυλική Quinta. Τα κυριακάτικα πρωϊνά θαύμαζε την εκθαμβωτική και στα γεράματα της και πιο καλοντυμένη Αθηναία, Άννα Καλουτά, να πίνει το καφεδάκι της στη «Φαίδρα». Ήπιε τον καλύτερο φραπέ του κόσμου στο ένα και μοναδικό «Σελέκτ», από την άνοιξη κάτω από τα πλατάνια, μπροστά από την Κρήνη με την μπρούτζινη «Κόρη σε Έκσταση» και τον χειμώνα στις ίδιες πολυθρόνες που κάποτε σκάρωναν σενάρια και  στίχους ο Σακελλάριος, o Γιαννακόπουλος, ο Τσιφόρος, ο Γιαλαμάς, ο Πρετεντέρης και κάθονταν η Βέμπο, ο Κωνσταντάρας, ο Αυλωνίτης και τόσοι άλλοι μύθοι.
Πήγε θέατρο στο Broadway, στο Κάππα και το Ριάλτο, άκουσε ζωντανή μουσική στo Igloo, που κάποτε τζάμαρε ο Eric Clapton και σε όλα τα μπαράκια και τις πειραματικές της σκηνές, είδε σινεμά στο «Αελλώ» και την θερινή «Στέλλα», έφαγε μεταμεσονύχτια μακαρονάδα στου Paesano και μεζεκλίκια στον «Πλάτανο», ήπιε το ποτό του στο «Αλλοτινό», στην περισσότερο κινηματογραφημένη πλατεία στο ελληνικό σινεμά, αυτή του Αγίου Γεωργίου, μα και στο θρυλικό Au Revoir, στην ίδια καρέκλα που κάθισε και η Αυτού Μεγαλειότης Frank Sinatra. 
 
Και τώρα περιμένει τα εγκαίνια της στάσης του Μετρό στην Πλατεία. Και βλέπει τα ωραιότερα δείγματα μεσοπολεμικής αστικής αρχιτεκτονικής της πόλης να ανακαινίζονται αλλά και τους Αθηναίους να επιστρέφουν στα παλιά τους διαμερίσματα. Η χρυσή πατίνα από την πιο κομψή γειτονιά της Αθήνας δεν έχει ξεθωριάσει. Είναι ακόμα εκεί και τους περιμένει…   
Διαβαστε ακομα: