Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ

 

Έχω να πατήσω σε καζίνο δέκα χρόνια. Ουσιαστικά έχω κόψει 20 χρόνια τη ρουλέτα. Δεν την υπολογίζω την δεκαετία που πήγαινα στο ναό του τζόγου μια στις τόσες. Μία φορά κάθε δυο-τρία χρόνια. Και με γυναίκα. Ξενέρωτα, δηλαδή.

Έτσι είναι. Όταν έχεις παρέα, είσαι χαβαλές, δεν είσαι παίκτης. Το έργο σε θέλει δοσμένο. Αφοσιωμένο. Όλο σου το Είναι επιστρατευμένο πάνω στο παιχνίδι. Να έχεις άλλον δίπλα σου, φίλο σου, φίλη. Κανέναν, ούτε συμπαίκτη.

Άλλο θέλω να πω. Προχθές, δεν ξέρω γιατί, ένοιωσα ένα τσίμπημα. Ένα τράβηγμα. Μια εσώτερη επιθυμία να βρεθώ στο καζίνο. Τι ήταν αυτό; Νοσταλγία. Δηλαδή;
Όχι ακριβώς να παίξω. Βεβαίως να παίξω, αλλά κυρίως να βιώσω στιγμές που μ' είχαν κάνει να νοιώσω συναισθήματα δυνατά, συναρπαστικά.

Αυτό είναι στον τζογαδόρο. Ποιο, δηλαδή; Δεν υπολογίζει ότι έχει ματώσει, ότι έχει χάσει τα άντερά του, ότι αν ξαναρχίσει είναι βέβαιο πως θα το ακριβοπληρώσει το ψώνιο του.

Οι μνήμες επανέρχονται ακριβώς διότι ο τζόγος προσφέρει εκείνες τις συγκινήσεις που σε απογειώνουν από την καθημερινότητα, από την πραγματικότητα.

Μετά από τόσα χρόνια “θητείας” στο άθλημα δένεσαι ψυχογραφικά, χημειοατμοσφαιρικά με το συγκεκριμένο χώρο όπου τελείται το μυστήριο του τζόγου. Είναι οι δικές σου, οι καταδικές σου στιγμές και τις αναπολείς με γλυκύτητα, ερήμην του πόνου που σου είχε προκαλέσει η χασούρα της τσέπης σου.

Διαβάστε ακόμα:

Παίρνεις από πίσω την κυρία πόρνη