O ΗΛΙΑΣ ΜΠΑΖΙΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΜΑΝΩΛΗ ΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟ

 

Όταν διαβάζεις Ηλία Μπαζίνα, βλέπεις αλλοιώς τον κόσμο. Λέω τι συμβαίνει σε μένα. Με το γραπτό του ο Μπαζίνας σου δίνει μια σκουντιά, και κάνει χώρο μπροστά σου να δεις με τα δικά του μάτια όσα δεν μπορείς μόνος σου.

Όταν διαβάζεις Ηλία Μπαζίνα, παίρνεις άλλες αποστάσεις από τον κόσμο..., και δεν σε παίρνει η κατρακύλα. Για τον Μανώλη Αγγελόπουλο, που γεννήθηκε σα σήμερα 8 Απριλίου, το 1939, ο Μπαζίνας μετά την κηδεία του τραγουδιστή έγραψε στον «ΦΙΛΑΘΛΟ» κάποια πράγματα που δεν αφήνει να πάνε χαμένα ο αποδυτηριάκιας...

Σχεδόν συνομήλικος του 50χρονου Αγγελόπουλου ο κατά ένα χρόνο νεώτερος Μπαζίνας με αφορμή το θάνατο του «γύφτου» ξεκινάει μια μεγάλη βόλτα σε χρόνους και τόπους άγνωστους και αιώνιους, όπου οι χοροί και οι μουσικές αντιστέκονται... Αυτός ο ποταμιαίος Μπαζίνας του 1989 δεν χωράει σ' ένα κείμενο, τον δίνω σε συνέχειες, ξεχωριστές με τη δική τους αυτοτέλεια.

Όταν η ψυχή του λαού κλαίει τον αρχηγό της

Γράφει ο Ηλίας Μπαζίνας

Χρειάστηκαν μέρες για να καταλαγιάσουν οι σκέψεις μου για τον Μανώλη Αγγελόπουλο, πρόσωπο σημαντικό για μένα, οικείο θαρρείς, αφού ήταν «της κλάσης» μου περίπου, και η τέχνη του συντρόφευσε τη ζωή μου και τη ζωή των ανθρώπων, που έγιναν η παρέα και ο κόσμος μου.
Παιδί ήταν ο Αγγελόπουλος όταν η βαρειά φωνή του με τη μελωμένη γύφτικη τσαλκάτζα, τρύπωσε στη συνείδησή μου, μαζί με τις φωνές του Καζαντζίδη, του Γαβαλά, του Περπινιάδη, του Ευσταθίου και των άλλων. Παιδί ήμουν κι εγώ, προσπαθούσα να καταλάβω τον κόσμο μέσα από σχήματα και ήχους.
Το πόσο βαθιά σφυρηλατήθηκε το κράμα της ψυχής μου από τις φωνές αυτές, το κατάλαβα πριν λίγες μέρες, όταν έμαθα ότι πέθανε ο «Γύφτος», κι ένιωσα ότι ένα κομμάτι από τη νιότη μου πάει, χάθηκε πια μαζί με τις θύμησες, που η υπόκρουσή τους ήταν τα τραγούδια εκείνα, τα τότε. Υπόκρουση για μένα, όχι επιλογή.

Της καθαυτό «μουσικές» μου ανάγκες τις ένιωθα-και τις ικανοποιούσα-αλλιώς. Όμως ο ζωντανός κόσμος γύρω μου είχε υπόκρουση τον Αγγελόπουλο, τον Γαβαλά και τον Καζαντζίδη. Ποτέ δεν σκέφθηκα τα ονόματα αυτά σαν «μουσική». Τα σκεφτόμουν πάντα ενωμένα με τόπους και γεγονότα, με φιλίες και αγάπες, με χαρές που τώρα φαντάζουν απίστευτες στην απλότητα και το μέγεθός τους, βράδια πρώιμα καλοκαιρινά, ατελείωτα, φορτωμένα μυρωδιές, θάλασσα, λεμονιά, σπίρτο, χταπόδι, κίμινο και γλυκάνισο. Βράδια δεκαοκτάχρονα σε μια Αθήνα, που ακόμα σε έκανε να νιώθεις ότι μπορείς στο παρακάτω βήμα σου, να βρεις κάτι σπουδαίο για τη ζωή σου. Και τότε σε έπιανε ένα ρίγος προσμονής, δυνατό σαν του πυρετού...
Και τώρα φεύγουν οι άνθρωποι του κόσμου εκείνου και ο κόσμος τούτος, εμάς που μένουμε, αρχίζει να μας αφορά όλο και πιο λίγο.

Είναι περίπτωση ο Αγγελόπουλος. Αφήνει κενό, που δεν εξηγείται απλά, ακόμα κι αν αναλογιστούμε ότι οι ΛΑΪΚΟΙ καλλιτέχνες συχνά είναι συνάμα και λαϊκοί ΉΡΩΕΣ και ο χαμός τους ορφανεύει πολύ κόσμο. Όμως, ο Αγγελόπουλος δεν ήταν ΜΟΝΟΝ μεγάλος λαϊκός καλλιτέχνης. Ήταν ακόμα δύο πράγματα, πιο σπάνια και με μεγαλύτερο βάρος. (Τουλάχιστον για τη δική μου νοοτροπία). Ήταν «ΕΘΝΙΚΟΣ» καλλιτέχνης, για μια ζωντανή «εθνική» μειοψηφία, τους τσιγγάνους, που κυριολεκτικά τραγουδάει όπως αναπνέει. Και, πάνω απ' όλα, ήταν ΦΥΛΑΡΧΟΣ.

Μην πάει το μυαλό σε πολιτικές εξουσίες, επειδή λέμε «φύλαρχος». Αυτά για τους τσιγγάνους είναι τρίχες. Εδώ μιλάμε για κυριαρχία στις ψυχές, βασισμένη πάνω στην αιώνια πραγματικότητα του ΑΙΜΑΤΟΣ. Μπροστά στο φύλαρχο, ο σύγχρονος πολιτικός ηγέτης «πολιτισμένων» ομάδων είναι ένα ηλεκτρονικό καραγκιοζάκι που πουλάει κάποιο ιδεολογικοεμπορικό «προϊόν». Εκτός αν -πράγμα απίθανο- είναι και «φύλαρχος». Διαφορετικά είναι, στην καλύτερη περίπτωση, ένας ικανός τεχνοκράτης, που παράγει κοινωνικό έργο και συνακόλουθα εκτιμάται από όσους ξέρουν τι τους γίνεται, και στη χειρότερη ένα ανδρείκελο ή ένας αρχιγκάγκστερ.

Ο φύλαρχος είναι πατέρας λαού. Η αγάπη των ανθρώπων γι' αυτόν είναι αυτόματη, ξεπηδάει μέσα από το κύτταρο, το αίμα, τη φύση. Ο θάνατός του είναι προσωπική απώλεια, άμεσο ορφάνεμα για το κάθε μέλος του λαού. Αυτό είναι έτσι καμωμένο και δεν αλλάζει, από το τελευταίο χωριό των Άνδεων μέχρι τους πύργους της Σκωτίας, παντού όπου οι άνθρωποι κρατούν ζωντανό το δεσμό αίματος, της πατριάς, της γενιάς, της φάρας.
Κηδεύτηκε ο Τζον Κένεντι και έπηξε η γη στο ταρατατζούμ, μεγαλύτερη πολιτική φιέστα από την απονομή των όσκαρ! Η αποθέωση της αμερικάνικης μόστρας, σε όλα τα επίπεδα, από παρέλαση πυραύλων μέχρι μοντελάκια. Στεγνά τα μάτια. Και ξαφνικά, αχ, ξαφνικά, ακούστηκαν οι γκάιντες να ολολύζουν. Οι πίπιζες.

Από το χωριό των προγόνων του σκοτωμένου, πέρα από τον ωκεανό, η φάρα των Κένεντι είχε έρθει για να αποχαιρετήσει το νεκρό φύλαρχο. Άκουγες τους ιρλανδούς να θρηνούν και σου ερχόταν να γονατίσεις. Φοβερή στιγμή, όταν η ψυχή του λαού κλαίει τον αρχηγό της. Συχνά αφόρητη αν ο αρχηγός συμβαίνει να είναι μαζί και όλα τα όνειρα ενός λαού. Πεθαμένα, χαμένα για πάντα.
Μου λένε ότι ακόμα και σήμερα στα βουνά της Σονόρα, στο Μεξικό, κάποιοι γέροντες «βλέπουν» από μακριά να καλπάζει το άσπρο άλογο του Ζαπάτα, σημάδι ότι ο ήρωας ζει. Πώς να πιστέψει ο λαός ότι χάθηκε οριστικά εκείνος, που ενσάρκωνε τα όνειρά του; Λίγα πράγματα υπάρχουν, πιο σπαραχτικά από την ερώτηση: «Ζει ο βασιλιάς Αλέξανδρος;».

Όταν ο λαός κηδεύει κάποιον, που του έδινε μεγαλείο, όσο ζούσε, ο πόνος του εκδηλώνεται με λατρευτικούς συμβολισμούς, που είναι δύσκολο να μην συγκινήσουν και τον εχθρό ακόμα. «Τέρας» ήταν ο Αττίλας για τον πολιτισμό μας. Όμως, ο τρόπος που κηδεύτηκε, σου φέρνει μια μελαγχολία. Ξέροντας οι ούνοι ότι τελείωσαν για πάντα, χωρίς τον τρομερό τους αρχηγό, έβαλαν το σώμα του σε μια χρυσή σαρκοφάγο, την χρυσή σε μια ασημένια, και την ασημένια σε μια ατσάλινη. Και έθαψαν την σαρκοφάγο βαθιά στην ιλύ του Δούναβη, σκότωσαν τους σκαφτιάδες, και κάλπαζαν με τα άλογα τους ώρες πάνω από τον τόπο της ταφής. Να μην βρεθεί ποτέ από κανένα βέβηλο.
Και μετά χάθηκαν από την Ιστορία...

Πάρα πολλά μας λένε οι κηδείες των επωνύμων, για το πόσο ΜΕΓΑΛΟΣ (ή μικρός) ήταν πραγματικά εκείνος που χάθηκε. Κανόνας, οι τζούφιοι δεκάρικοι, η υποκρισία, η συμβατικότητα. Πέτσινος ο «μεγάλος» ο μακαρίτης.
Η κηδεία του Αγγελόπουλου ήταν κηδεία ΜΕΓΑΛΟΥ. Που ήταν και λαϊκό είδωλο, και εθνικό σύμβολο για τους «τσιγγάνους» του και «φύλαρχος» και καμάρι και καταξίωση. Και όλα αυτά δεν ερμηνεύουν τις εκδηλώσεις της λατρείας...

ΥΠΑΡΧΕΙ ΣΥΝΕΧΕΙΑ από Μπαζίνα.

Διαβάστε ακόμα:

Ανέσυρε ψυχές από άυλη κατάσταση