ΑΘΟΡΥΒΑ ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΚΕ, ΑΘΟΡΥΒΑ ΑΠΟΣΥΡΘΗΚΕ, ΣΑΝ ΤΑΠΕΙΝΟ ΑΛΑΝΙ
γράφει ο διονύσης χαριτόπουλος
Ο Γιάννης Καλατζής ήταν παιδί δικό μας. Τραγούδαγε με ένα αόρατο χαμόγελο, σαν χαμίνι του δρόμου που θέλει να σε καλοπάρει, να σου φερθεί τρυφερά. Δεν ήταν η μεγάλη φωνή, αλλά ήταν εντελώς χαρακτηριστική. Αδύνατον να τον μπερδέψεις με άλλον. Μια φωνή ζορισμένη, ατρόχιστη που λες και ακούγεται το σούρουπο στα σοκάκια φτωχογειτονιάς. Ένα πιωμένο αλάνι που μεράκλωσε και βγάζει τα μέσα του:
Αν βαρέθηκες κυρία
φύγε ήσυχη ξανά
τη μικρή μας ιστορία
δεν την είπα πουθενά.
Παλικάρι είμαι κυρά μου
κι άδικα ανησυχείς
όσα είδ' η αγκαλιά μου
δεν τα έμαθε κανείς.
Αυτή τη φωνή επέλεξαν σπουδαίοι συνθέτες και στιχουργοί. Ό,τι τραγούδαγε γινόταν επιτυχία. Μάλλον φωνή και φιγούρα μάς θύμιζαν τις καταβολές μας.
Στα λουξ μπουζουκάδικα της εποχής έκανε πάταγο αλλά δεν κούμπωνε. Αν δεν τραγούδαγε στο μαγαζί, με αυτή την κοψιά ούτε μέσα δεν θα τον έβαζαν. Ένα ψηλό, αδύνατο παιδί, σχεδόν καχεκτικό, ντροπαλό που κοιτάει χωρίς να μιλάει, φύτρα απομακρυσμένης συνοικίας.
Ναι, οι τραγουδιστές είναι συνήθως από λαϊκές γειτονιές, μα οι περισσότεροι προσαρμόζονται. Ο Καλατζής όχι. Είχε μια αδυναμία ή αδιαθεσία να αλλάξει. Μπορεί να φόραγε ακριβές κουστουμιές στην πίστα αλλά παρέμενε πάντα ο Τσιρόγιαννος όπως τον φώναζαν στην Κάτω Τούμπα. Ίσως θα μπορούσε να κάνει ακόμα μεγαλύτερη καριέρα.
Ήταν ένα άστρο που έπεσε πριν σβήσει. Συνέβη ό,τι και με τον Τσαουσάκη που χάθηκε όταν εμφανίστηκε το φαινόμενο Καζαντζίδης. Στην πορεία του Καλατζή εμφανίστηκε το φαινόμενο Νταλάρας και τα σάρωσε όλα. Αθόρυβα εμφανίστηκε, αθόρυβα αποσύρθηκε. Σαν ταπεινό αλάνι.