ΣΑ ΝΑ ΚΑΤΕΒΗΚΕ Ο ΜΟΤΣΑΡΤ ΝΑ ΤΕΛΕΙΩΣΕΙ ΤΟ ΡΕΚΒΙΕΜ...

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Κάθε που το ημερολόγιο δείχνει 31 Αυγούστου, η μνήμη μου γυρίζει στο τελευταίο βράδυ του καλοκαιριού του 2010, στην πιο gothic εμπειρία της ζωής μου. 
 
Είχα βρεθεί στη Βιέννη με τον μεγάλο μου γιο για μία εβδομάδα, που είχε αποδειχθεί για την Αυστρία η πιο ζεστή των τελευταίων 50 χρόνων. Το πρωί εκείνης της ημέρας το θερμόμετρο έδειχνε 37 βαθμούς, που έμοιαζαν 42αρι από την άπνοια και την υγρασία. Είχα εισιτήρια για το Requiem του Μότσαρτ στην Karlskirche, την ωραιότερη εκκλησία της Βιέννης (φώτο). 
 
Το απομεσήμερο γυρίσαμε στο ξενοδοχείο στα όρια της θερμοπληξίας για ξεκούραση. Στις 7 το απόγευμα με το που τράβηξα τις κουρτίνες στα παράθυρα είδα έναν ουρανό βαρύ και ασήκωτο. Ώσπου να ντυθούμε και να κατέβουμε στο πλακόστρωτο του Graben  άρχισε η βροχή. Ήταν απίστευτο. Είχε προηγηθεί μία ολόκληρη εβδομάδα καύσωνα και άπνοιας και από τη μια στιγμή στην άλλη βρεθήκαμε να κατεβαίνουμε την Kärtner Strasse τρέχοντας ενώ τα μαύρα σύννεφα μας περικύκλωναν σαν στρατεύματα που ετοιμάζονται για την τελική έφοδο σε πολιορκημένη πόλη.

Φτάσαμε ξέπνοοι στην είσοδο της Karlskirche ακριβώς την στιγμή που ξεσπούσε η καταιγίδα. Η οποία, τώρα, μέσα στο άσυλο που προσέφερε η μεγαλόπρεπη μπαρόκ εκκλησία δεν ήταν πλέον απειλητική, αλλά σχεδόν ευπρόσδεκτη. 

Σαν η αυτοκρατορική πόλη να προετοιμαζόταν για να ακούσει για ακόμα μία φορά τον επιθανάτιο ρόγχο του αγαπημένου της παιδιού και φορούσε τα πένθιμα της. Σαν κάποιος να είχε γυρίσει το διακόπτη και να είχε φτιάξει την κατάλληλη ατμόσφαιρα για να ακουστεί για ακόμα μία φορά το κύκνειο άσμα του Εκλεκτού των Θεών. Την σωστή στιγμή, στο σωστό μέρος.

Και η συναυλία ξεκίνησε. Οι μουσικοί και η χορωδία, ήταν φανερό, είχαν αισθανθεί το βάρος της ξαφνικής αλλαγής του καιρού πάνω τους σαν μαύρο μανδύα, απολύτως ταιριαστό με τα κατάμαυρα ρούχα που φορούσαν. Και είχαν το σωστό momentum από τα πρώτα κιόλας μέτρα της παρτιτούρας.

Ήταν υπερρεαλισμός.  Έξω οι αστραπές και οι βροντές είχαν στήσει ένα αποκαλυπτικό σκηνικό και οι λάμψεις που θρυμμάτιζαν τα παράθυρα στο θόλο της εκκλησίας και τα βιτρό της έδιναν το τέμπο στην ορχήστρα που έπαιζε μπροστά από το ιερό. Στο Confutatis Maledictis τα βιολοντσέλα λυσσομανούσαν και το τύμπανο δονούσε σαν κεραυνός πάνω από τις φωνές της χορωδίας, ακριβώς την ώρα που η καταιγίδα έφτανε στην πιο άγρια κορύφωση της. Και αμέσως μετά να αρχίζει να ξεθυμαίνει, σαν κάποιος να κρατούσε την μπαγκέτα σε ουρανό και γη.

Στο τέλος αυτής της μεταφυσικής εμπειρίας ξεσπάσαμε σε χειροκροτήματα με δάκρυα στα μάτια. Σαν να είχε κατέβει ο ίδιος ο Μότσαρτ εκείνο το βράδυ για να ολοκληρώσει το επιθανάτιο άσμα του, που είχε αφήσει για μερικά μέτρα ημιτελές την ώρα που ξεψυχούσε με τους στίχους της Lacrimosa στα χείλη του.   

Όταν βγήκαμε από την εκκλησία η βροχή είχε πια σταματήσει τελείως.

Περπατήσαμε μέχρι την πλατεία του Rathaus, όπου είχε στηθεί λαμπρή γιορτή για να αποχαιρετήσει η Βιέννη το καλοκαίρι με μπύρες, Würste και βεγγαλικά. Ακόμα αναρωτιέμαι. Κάποιες φορές ρωτάω το γιό μου και μου απαντάει: "Μην ανησυχείς. Όλα έγιναν όπως τα θυμάσαι."

Και η αλήθεια είναι ότι έχω πάψει πια να ανησυχώ.

Διαβαστε ακομα:

ΝΑ ΓΛΥΦΕΙΣ ΚΑΙ ΤΑ ΔΑΧΤΥΛΑ...