ΤΙΠΟΤΑ ΑΛΛΟ ΕΚΤΟΣ ΑΠΟ ΕΛΛΗΝΑΣ

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Όμορφη και παράξενη πατρίδα, ωσάν αυτή που μου’ λαχε δεν είδα. Αυτούς τους στίχους του Ελύτη σκέφτομαι τούτες τις μέρες του εθνικού πένθους για το θάνατο του Μίκη Θεοδωράκη. Τους οποίους δεν μελοποίησε ο ίδιος αλλά έγιναν τραγούδι σε συνέχεια του έργου που αυτός ξεκίνησε ως πραγματικός Προμηθέας και παρέδωσε στην αιωνιότητα. Άκουσα και διάβασα πολλά από αυτά που γράφτηκαν για το θάνατο αυτού του μεγάλου Έλληνα κι άλλα τόσα σκέφτηκα κι απόρησα  για όλους εμάς που ταξιδεύουμε πάνω σε αυτό το τρελοβάπορο, που λέγεται Ελλάδα.   

Όμορφη και παράξενη πατρίδα. Τραγουδάμε εμείς οι Έλληνες Σεφέρη,  Ρίτσο, Ελύτη, Γκάτσο, Λειβαδίτη, Ελευθερίου, Καββαδία, Βάρναλη και τόσους και τόσους άλλους μεγάλους ποιητάδες μας και το νομίζουμε σαν κάτι φυσικό, ενώ είμαστε ο μόνος λαός που το κάνει στον κόσμο ετούτο. Έχουμε κληρονομιά την πιο όμορφη γλώσσα που μιλήθηκε ποτέ, που δεν μιλιέται και δεν μεταφράζεται πουθενά κι από κανέναν άλλον πάνω στη γη (πώς να μεταφράσεις, ας πούμε, στα γερμανικά «τον Ήλιο, τον ηλιάτορα»; Όταν τα ίδια τα windows υπογραμμίζουν στα ελληνικά τη λέξη με κόκκινο ως λάθος;)  Κι όμως εννοούμε να μην μπορούμε να συνεννοηθούμε ούτε μεταξύ μας. Με τίποτα και για τίποτα.

Όμορφη και παράξενη πατρίδα. Κοντά τρεις γενιές μετά το δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και μία γενιά μετά την πτώση του Τείχους του Βερολίνου και ακόμα ομιλούμε με όρους και έννοιες που ανήκουν στο μουσείο της παγκόσμιας πολιτικής Ιστορίας και συνομιλούμε με πτώματα πιο βαλσαμωμένα κι απ’ αυτό του Λένιν, σαν να είναι ζωντανά.

Είχα κλείσει τα έξι όταν έγινε το Πολυτεχνείο. Ήμουν 7 στην εισβολή στην Κύπρο, όταν επιστρατεύτηκε ο πατέρας μου. Στα 13 μου θυμάμαι την πρώτη πασοκάρα να βγαίνει με συνθήματα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» και «Έξω οι βάσεις του θανάτου». Το Τείχος δεν είχε πέσει τότε. Υπήρχε η ψευδαίσθηση ότι στον κομμουνισμό οι άνθρωποι ζούνε αδελφωμένοι στην ευτυχία και ότι τραγουδάνε χαρούμενοι και αγκαλιασμένοι πηγαίνοντας και γυρίζοντας από τη δουλειά. Ακόμα υπάρχει.

Αστικοί μύθοι και κομμουνιστικοί μύθοι, παρόλες και παραμυθίες, μπαρούφες και παπάτζες, πηγαίνανε πάντα κι ακόμα πάνε χέρι-χέρι με τον «κυρίαρχο» λαό, που πάντα ψηφίζει «σοφά». Παιδιά του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη αλλά και του θεού Διονύσου και του Αριστοφάνη. Ποτέ δεν έπαψε να μας τέρπει η ιδέα του Ουτοπίας. Ακόμα ψάχνουμε την Νεφελοκοκκυγία. 

Όμορφη και παράξενη πατρίδα. Ο Μίκης του ΚΚΕ, της γενιάς του Λαμπράκη, των φυλακίσεων και των εξοριών, του αντιδικτατορικού αγώνα, του «Καραμανλής ή τάνκς», της οικουμενικής Κυβέρνησης, της ομιλίας για τον κόκκινο φασισμό στο συλλαλητήριο για τη Μακεδονία. Της στρατευμένης μουσικής και των αρχιερατικών ζεϊμπέκικων αλλά και της συμφωνικής μουσικής και της μελοποιημένης μεγάλης ποίησης. Των Ελλήνων, που από την απαρχή του χρόνου γεννάνε μύθους.

Δεν υπήρχε μεγαλύτερος εν ζωή μύθος από τον Μίκη. Δεν υπήρχε χώρα να τον χωράει. Μόνο αυτή η Ελλάδα. Αυτή η όμορφη και παράξενη πατρίδα του Ομήρου. Ο Μίκης δεν θα μπορούσε να είναι τίποτε άλλο εκτός από Έλληνας.

Δεν είμαι ικανός να γράψω για τον Μίκη. Κανείς δεν μπορεί. Μόνο ο Μάνος, που θα τον περιμένει και θα τον ξανασυναντήσει στη γειτονιά των Αγγέλων.    

Διαβαστε ακομα:

Η ΜΕΓΑΛΗ ΑΠΩΛΕΙΑ ΤΟΥ ΜΙΚΗ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗ