ΜΕΤΑ ΑΠΟ 3.000 ΧΡΟΝΙΑ ΤΟ ΑΝΑΚΑΛΥΨΑΝ ΣΤΟ ΜΑΝΧΑΤΑΝ

 
γράφει ο Φωστήρας
 
Το μεσημέρι της Τετάρτης  μαζευτήκαμε αντροπαρέα για το καθιερωμένο εδώ και δεκαετίες πρώτο πυρ της χρονιάς, αυτή τη φορά σε γνωστό και μη εξαιρετέο μαγαζί στα σκληροπυρηνικά Εξάρχεια. Είχα φροντίσει προηγουμένως να πάρω τηλέφωνο για να ετοιμάσουν γαμοπίλαφο (το καλύτερο της πόλης) και να βάλουν στην κατάψυξη δυο τενεκέδες τσικουδιά. Με το που σκάσαμε μύτη και πριν ακόμα προλάβουμε να καθήσουμε, ξεκίνησαν να έρχονται τα εικοσπενταράκια. 

Παρένθεση: Δεν ξέρω αν το έχετε προσέξει, αλλά τα γυάλινα μπουκαλάκια που σερβίρεται τσίπουρο και τσικουδιά καθώς και οι στρογγυλές τσίγκινες κρασοκανάτες, που σερβίρεται ακόμα το κρασί σε κάποιες ταβέρνες της Πλάκας και των Άνω Πετραλώνων, είναι τα τελευταία ίχνη επιβίωσης από την παλαιά μονάδα μέτρησης της οκάς, που ακούγαμε στις ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του '50.

Όταν λοιπόν παραγγέλνουμε ή μας φέρνουν «εικοσπενταράκι» (το γνωστό χαρακτηριστικό γυάλινο μπουκαλάκι με τον φαρδύ πάτο, τον «κρίκο» στη βάση του λαιμού και το στενό επιστόμιο) εννοούμε 25 δράμια, ήτοι 80 γραμμάρια περιεχόμενο (1 δράμι = 3,2 γραμμάρια).  Πολλώ δε μάλλον με το τσίγκινο «κατοστάρι», που ακόμα μπορείς να βρεις σε κάποια πλακιώτικα ταβερνάκια, στο τραπέζι δεν έρχονται 100, αλλά 320 γραμμάρια κρασί, δηλαδή περίπου μισό μπουκάλι.  

Τώρα θα μου πείτε τι σημασία έχει αυτό. Κολοσσιαία, θα απαντήσω. Αφενός διότι πρόκειται για μία ζώσα άλυσο με την παλιά ασπρόμαυρη Αθήνα των γονέων μας, τουλάχιστον για όσους εξ’ ημών διανύουμε την έκτη δεκαετία της ζωής μας και βάλε. Αφετέρου, διότι πρέπει να κρατάς σωστό λογαριασμό για το τι κατεβάζεις στο συκώτι σου, τουλάχιστον μέχρις ότου γίνεις ντουφέκι, οπότε τίποτε πλέον δεν έχει σημασία.

Πίσω τώρα στη μάχη, η παρέα, πεπειραμένη σε τέτοιου είδους τραπέζια, είναι εναντίον των πολλών και μπερδεμένων γεύσεων. Λίγες και απλές στο τραπέζι. Εν προκειμένω, για αρχή τυροπιτάκια με μυτζήθρα, κασέρι με παξιμάδια, κεφτεδάκια με δυόσμο και λίγες χοιρινές πανσέτες στη σχάρα, έτσι για τη λιγούρα. Σάλτσες και σαλάτες δεν παίζουν.

Και για κυρίως πιάτο, ή καλύτερα πιατέλα στη μέση για οχτώ άτομα, ένα μεγαλειώδες γαμοπίλαφο. Σιγοβρασμένο αρνί, κόκκορας και προβατίνα και ρύζι χυλωμένο στο ζουμί με στάκα σπιτική από συνταγή επτασφράγιστη.

Κι η παγωμένη τσικουδιά χλάπα της και χλούπα της να κατεβαίνει σαν νερό. Να μην τα πολυλογώ, έγινε μακελειό.

Συμβουλή: Στα τελειώματα μετά από πιώμα δεν ακουμπάμε καν οτιδήποτε έχει σχέση με ζάχαρη. Κάτι ρακόμελα και τοιαύτα που εμφανίστηκαν τα τελευταία χρόνια κι έγιναν και μόδα, ούτε που τα μυρίζουμε. Όσο για γλυκά, ως επιδόρπια, ούτε σκέψη. Διότι, αλλιώς, έρχεσαι ανάποδα πριν το καταλάβεις. Έχω δει με τα μάτια μου έναν δύσμοιρο, μετά από ένα ποτήρι ρακόμελο, να βγάζει και τα συκώτια του πριν μετρήσει ως το δέκα και να διανυκτερεύει στα επείγοντα με πλύση στομάχου.

Ο μαγαζάτορας, που μας ήξερε, αντί για χαλβά, γιαούρτι με γλυκά του κουταλιού και λοιπές αηδίες, μας έφερε ένα τελευταίο εικοσπεντάρι για το δρόμο.

Γεύμα αξέχαστο. Προτρέπω και συνιστώ τα ανωτέρω και εις υμάς. Μαθαίνω μάλιστα ότι κάτι ανάλογο είναι η νέα μόδα ομαδικής ψυχοθεραπείας στο Μανχάταν. Με θαυμαστά αποτελέσματα. Μόνο που εμείς αυτά τα ξέρουμε από την εποχή του Επίκουρου, εδώ και κάτι χιλιάδες χρόνια.

Διαβαστε ακομα:

ΟΙ ΣΚΑΝΤΑΛΙΑΡΗΔΕΣ ΚΑΛΙΚΑΤΖΑΡΟΙ